"Local connectedness" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈloʊ.kəl kəˈnɛk.tɪd.nəs/
Η φράση "local connectedness" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των μαθηματικών, και συγκεκριμένα στη τοπολογία. Αναφέρεται σε έναν τύπο ιδιότητας ενός τοπολογικού χώρου, όπου κάθε τοπική περιοχή (ή γειτονιά) είναι "συνδεδεμένη", δηλαδή δεν μπορεί να διαχωριστεί σε δύο ή περισσότερα απομονωμένα μέρη. Αυτή η έννοια είναι σημαντική, καθώς επιτρέπει τη μελέτη της αναγνωρίσιμης δομής ενός χώρου.
Η χρήση της φράσης "local connectedness" είναι παραπάνω συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικά κείμενα ή δημοσιεύσεις που σχετίζονται με μαθηματικά.
In topology, local connectedness plays a crucial role in understanding the properties of spaces.
Στην τοπολογία, η τοπική συνδεσιμότητα παίζει κρίσιμο ρόλο στην κατανόηση των ιδιοτήτων των χώρων.
The concept of local connectedness helps mathematicians analyze continuous functions.
Η έννοια της τοπικής συνδεσιμότητας βοηθά τους μαθηματικούς να αναλύσουν συνεχείς συναρτήσεις.
A locally connected space is one where every point has a local neighborhood that is connected.
Ένας τοπικά συνδεδεμένος χώρος είναι εκείνος όπου κάθε σημείο έχει μια τοπική γειτονιά που είναι συνδεδεμένη.
Η φράση "local connectedness" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι περισσότερο τεχνική.
Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες σχετικές ιδιωματικές εκφράσεις από την τοπολογία:
1. "Connected components" - These are maximal connected subsets of a topological space.
"Συνδεδεμένα κομμάτια" - Αυτά είναι τα μέγιστα συνδεδεμένα υποσύνολα ενός τοπολογικού χώρου.
"Local homeomorphism" - A map that is a homeomorphism when restricted to local neighborhoods.
"Τοπικός ομοιομορφισμός" - Μια απεικόνιση που είναι ομοιομορφισμός όταν περιορίζεται σε τοπικές γειτονιές.
"Path-connected" - A property that is stronger than local connectedness.
"Διαδρομικά συνδεδεμένος" - Μια ιδιότητα που είναι ισχυρότερη από την τοπική συνδεσιμότητα.
Η λέξη "local" προέρχεται από τη λατινική λέξη "localis", που σημαίνει "μέρος", και "connectedness" προέρχεται από το ρήμα "connect", που προέρχεται από τη λατινική "conectere", που σημαίνει "συνδέω".
Συνώνυμα:
- Topological connection (Τοπολογική σύνδεση)
- Local linkage (Τοπική σύνδεση)
Αντώνυμα:
- Local disconnectedness (Τοπική αποσύνδεση)
- Separation (Διαχωρισμός)