Φράση (Δύο λέξεις: "local" + "control")
/ˈloʊ.kəl kənˈtroʊl/
Η φράση "local control" αναφέρεται συνήθως στη δυνατότητα μιας τοπικής αρχής ή κοινότητας να έχει εξουσία και να παίρνει αποφάσεις σχετικά με υποθέσεις που την αφορούν. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, κοινωνικά και διοικητικά πλαίσια, ειδικότερα σε σχέση με την εκπαίδευση, τη δημόσια διοίκηση και την ανάπτυξη κοινοτήτων. Η χρήση της φράσης ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε πολιτικές δηλώσεις ή ακαδημαϊκά άρθρα, αν και μπορεί επίσης να εμφανίζεται και στην προφορική γλώσσα.
Ο δημοτικός σύλλογος τόνισε τη σημασία του τοπικού ελέγχου σε ζητήματα της κοινότητας.
Local control allows communities to tailor their policies according to specific needs.
Η φράση "local control" τυπικά δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η ιδέα του ελέγχου σε τοπικό επίπεδο μπορεί να συνδέεται με κάποιες άλλες έννοιες:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σημασία της τοπικής αυτονομίας.
"Local control is key to effective governance."
Ο όρος "local" προέρχεται από τη λατινική λέξη "localis," που σημαίνει "σχετικός με ένα τόπο." Ο όρος "control" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "contrôle," που σημαίνει "να ελέγχεις," η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό "contra rotulum," που σημαίνει "να ελέγχεις μια καταγραφή."
Συνώνυμα: - αυτονομία - τοπικός έλεγχος - τοπική διακυβέρνηση
Αντώνυμα: - κεντρικός έλεγχος - κρατικός έλεγχος - απολυταρχικός έλεγχος