Local direction: Ουσιαστικό (noun phrase)
/ˈloʊ.kəl dɪˈrɛk.ʃən/
Η φράση "local direction" αναφέρεται σε οδηγίες ή κατευθύνσεις που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά για να παραπέμψει σε λεπτομέρειες ή πληροφορίες σχετικά με το πώς να φτάσει κανείς σε έναν συγκεκριμένο προορισμό εσωτερικά σε μια πόλη ή γειτονιά. Η χρήση της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα στο προφορικό.
"Can you give me the local direction to the nearest bus stop?"
"Μπορείς να μου δώσεις την τοπική κατεύθυνση προς τη κοντινότερη στάση λεωφορείου;"
"We asked a resident for local direction to the museum."
"Ρωτήσαμε έναν κάτοικο για την τοπική κατεύθυνση προς το μουσείο."
"It's always helpful to have local direction when visiting a new city."
"Είναι πάντα χρήσιμο να έχεις τοπικές κατευθύνσεις όταν επισκέπτεσαι μια νέα πόλη."
Η φράση "local direction" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κατευθύνσεις και καθοδήγηση. Ακολουθούν μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "direction":
"Take a local direction and explore the hidden gems."
"Ακολούθησε μια τοπική κατεύθυνση και εξερεύνησε τους κρυμμένους θησαυρούς."
"In the right local direction, you will find a vibrant community."
"Στην σωστή τοπική κατεύθυνση, θα βρεις μια ζωντανή κοινότητα."
"Local direction often reveals the best places to eat."
"Η τοπική κατεύθυνση συχνά αποκαλύπτει τα καλύτερα μέρη για φαγητό."
Η λέξη "local" προέρχεται από το λατινικό "localis", που σημαίνει "σχετικός με τον τόπο". Η λέξη "direction" προέρχεται από το λατινικό "directio", που σημαίνει "κατεύθυνση, καθοδήγηση".
Συνώνυμα: - Local guidance (τοπική καθοδήγηση) - Local navigation (τοπική ναυσιπλοΐα)
Αντώνυμα: - Global direction (παγκόσμια κατεύθυνση) - General direction (γενική κατεύθυνση)