Η φράση "local element" είναι ουσιαστικό.
/həˈloʊ.kəl ˈɛl.ɪ.mənt/
Η φράση "local element" αναφέρεται σε μια διάσταση ή χαρακτηριστικό που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή περιοχή. Συχνά χρησιμοποιείται σε πλαίσια όπως γεωγραφία, αρχιτεκτονική και κοινοτική ανάπτυξη. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι μέτρια, με πιο συχνή την εμφάνιση της σε γραπτές πηγές παρά σε προφορικό λόγο.
Το τοπικό στοιχείο του φεστιβάλ γιορτάστηκε με παραδοσιακή μουσική και χορό.
Understanding the local element in urban planning can lead to more sustainable developments.
Η κατανόηση του τοπικού στοιχείου στον αστικό σχεδιασμό μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες αναπτύξεις.
Each local element contributes to the unique culture of the community.
Η φράση "local element" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά πλαίσια για να περιγράψει τοπικά χαρακτηριστικά ή πολιτισμικές παραμέτρους. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν αυτή τη φράση:
Το τοπικό στοιχείο της κουλτούρας ανθεί όταν οι κάτοικοι ασχολούνται με την κοινότητά τους.
Incorporating local elements in design can create a sense of belonging.
Η ενσωμάτωση τοπικών στοιχείων στο σχέδιο μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση του ανήκειν.
The local element is often overlooked in global discussions but is crucial for grassroots movements.
Το τοπικό στοιχείο συχνά παραβλέπεται σε παγκόσμιες συζητήσεις, αλλά είναι κρίσιμο για τις τοπικές κινήσεις.
A strong local element can enhance tourism by showcasing unique heritage.
Ένα ισχυρό τοπικό στοιχείο μπορεί να ενισχύσει τον τουρισμό δείχνοντας την μοναδική κληρονομιά.
Developers must respect the local element to gain community support.
Η λέξη "local" προέρχεται από το λατινικό "localis", που σημαίνει "σχετικός με το μέρος". Η λέξη "element" προέρχεται από το λατινικό "elementum", που σημαίνει "στοιχείο, αρχή". Η συνδυαστική φράση "local element" τελικά αναφέρεται σε στοιχεία που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Συνώνυμα: - Regional aspect (περιφερειακή διάσταση) - Community component (κοινοτικό στοιχείο) - Indigenous factor (γηγενής παράγοντας)
Αντώνυμα: - Global element (παγκόσμιο στοιχείο) - Universal aspect (καθολική διάσταση) - Remote component (απομακρυσμένο στοιχείο)