Η φράση "local irregularity" αποτελείται από δύο λέξεις: - "local" - επίθετο - "irregularity" - ουσιαστικό
/ˈloʊ.kəl ɪˌrɛɡ.jʊˈlær.ɪ.ti/
Η φράση "local irregularity" αναφέρεται σε ανώμαλες ή μη κανονικές καταστάσεις ή χαρακτηριστικά που παρατηρούνται σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή περιοχή. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη γεωλογία, τη στατιστική ή την ιατρική. Η φράση επίσης μπορεί να χρησιμοποιείται σε κοινωνικές ανθρωπιστικές επιστήμες.
Η χρήση της είναι κάπως πιο συχνή στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό. Ειδικότερα, εμφανίζεται σε papers, άρθρα και τεχνικές αναφορές.
The engineer noticed a local irregularity in the structure of the bridge.
Μετάφραση: Ο μηχανικός παρατήρησε μια τοπική ανωμαλία στη δομή της γέφυρας.
Scientists are studying the local irregularity of the earth's magnetic field.
Μετάφραση: Οι επιστήμονες μελετούν την τοπική ανωμαλία του μαγνητικού πεδίου της γης.
The local irregularity in the temperature distribution caused unexpected weather patterns.
Μετάφραση: Η τοπική ανωμαλία στη διανομή θερμοκρασίας προκάλεσε αναπάντεχα καιρικά φαινόμενα.
Η φράση "local irregularity" δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως παρακάτω υπάρχουν παραδείγματα:
Highways are often designed to accommodate local irregularity in terrain.
Μετάφραση: Οι αυτοκινητόδρομοι συχνά σχεδιάζονται για να προσαρμόζονται στην τοπική ανωμαλία του εδάφους.
The data revealed a local irregularity which was not considered in the original analysis.
Μετάφραση: Τα δεδομένα αποκάλυψαν μια τοπική ανωμαλία που δεν είχε ληφθεί υπόψη στην αρχική ανάλυση.
Engineers must account for local irregularity when planning the layout of the urban infrastructure.
Μετάφραση: Οι μηχανικοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τοπική ανωμαλία όταν σχεδιάζουν τη διάταξη της αστικής υποδομής.
Συνώνυμα: - Local anomaly - Local deviation - Local inconsistency
Αντώνυμα: - Local regularity - Local conformity - Local consistency