Local rigidity είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[ˈloʊkəl ˈrɪdʒɪdi]
Ο όρος "local rigidity" αναφέρεται σε ένα χαρακτηριστικό ή ιδιότητα ενός συστήματος ή ενός υλικού που αντιστέκεται σε παραμορφώσεις σε μικρές περιοχές. Χρησιμοποιείται συχνά στη μηχανική, τη φυσική και τη γεωλογία, περιγράφοντας πώς διάφορα υλικά αντιδρούν υπό πίεση ή άλλες δυνάμεις.
Ο όρος είναι περισσότερο συνηθισμένος σε γραπτές μορφές, όπως σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και τεχνικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
"Η τοπική ακαμψία του υλικού διασφαλίζει ότι μπορεί να αντέξει σε βαριά φορτία."
"In engineering, understanding local rigidity is crucial for structural integrity."
"Στη μηχανική, η κατανόηση της τοπικής ακαμψίας είναι κρίσιμη για την πολυπλοκότητα της δομής."
"Local rigidity affects how the structure will behave under dynamic loads."
Ο όρος "local rigidity" δεν είναι συνηθισμένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλους τεχνικούς όρους ή φράσεις που σχετίζονται με τη μηχανική.
"Ο σχεδιασμός πρέπει να λαμβάνει υπόψη την τοπική ακαμψία για να αποτρέψει την αποτυχία της δομής."
"Engineers often use local rigidity to analyze stress in materials."
"Οι μηχανικοί συχνά χρησιμοποιούν την τοπική ακαμψία για να αναλύσουν την πίεση στα υλικά."
"In simulations, local rigidity is a key factor affecting stability."
Ο όρος "local rigidity" προέρχεται από τη λέξη "local," που σημαίνει "τοπικός" (από το λατινικό "localis"), και τη λέξη "rigidity," που προέρχεται από το λατινικό "rigidus," που σημαίνει "σκληρός ή άκαμπτος."
Συνώνυμα: - Local stiffness (τοπική σκληρότητα) - Local inflexibility (τοπική ακαμψία)
Αντώνυμα: - Local flexibility (τοπική ευκαμψία) - Local pliability (τοπική ευκαμψία)