Η φράση "locally invasive" λειτουργεί ως επίθετο.
/ləʊkəli ɪnˈveɪsɪv/
Η φράση "locally invasive" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και βιολογικά συμφραζόμενα για να περιγράψει έναν οργανισμό ή μια διαδικασία που επηρεάζει ή διαταράσσει έναν τοπικό οικολογικό χώρο ή τόπο. Στη ιατρική, συχνά αναφέρεται σε καρκινικούς όγκους που δεν έχουν επεκταθεί πέρα από την αρχική τους τοποθεσία, επηρεάζοντας μόνο τους γειτονικούς ιστούς. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο (επιστημονικά άρθρα, ιατρικές αναφορές) παρά στον προφορικό λόγο.
"The tumor was classified as locally invasive."
"Ο όγκος ταξινομήθηκε ως τοπικά επεμβατικός."
"Locally invasive species can disrupt native ecosystems."
"Τα τοπικά επεμβατικά είδη μπορούν να διαταράξουν τους ντόπιους οικοσυστήματος."
"We need to monitor the locally invasive plants in the area."
"Πρέπει να παρακολουθήσουμε τα τοπικά επεμβατικά φυτά στην περιοχή."
Αν και η φράση "locally invasive" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, χρησιμοποιείται σε μερικές συγκεκριμένες επιστημονικές φράσεις:
"Locally invasive species often outcompete native species for resources."
"Τα τοπικά επεμβατικά είδη συχνά ανταγωνίζονται τα ντόπια είδη για πόρους."
"The spread of locally invasive plants is a growing concern for environmentalists."
"Η διάδοση των τοπικά επεμβατικών φυτών είναι μια αυξανόμενη ανησυχία για τους περιβαλλοντολόγους."
"Management of locally invasive species requires a comprehensive strategy."
"Η διαχείριση των τοπικά επεμβατικών ειδών απαιτεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική."
"Local authorities are working to control locally invasive flora."
"Οι τοπικές αρχές εργάζονται για τον έλεγχο της τοπικά επεμβατικής χλωρίδας."
Η λέξη "invasive" προέρχεται από το λατινικό "invasivus," που σημαίνει "που εισβάλλει". Η λέξη "local" προέρχεται από τη λατινική λέξη "localis", που σημαίνει "σχετικός με το μέρος".