Lochiorrhea είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌlɒk.i.əˈrɪə/
Lochiorrhea αναφέρεται στην υπερβολική εκροή ή απόρροια του λοχίου, το οποίο είναι το φυσικό υγρό που εκκρίνεται από τη μήτρα κατά την περίοδο μετά τον τοκετό. Οι γυναίκες μπορεί να το βιώσουν για λίγο καιρό μετά τη γέννα.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα και όχι στην καθημερινή ομιλία. Η συχνότητα χρήσης της είναι χαμηλή, καθώς ανήκει σε εξειδικευμένο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται κυρίως από επαγγελματίες του τομέα της ιατρικής και της γυναικείας υγείας.
"Ο γιατρός παρατήρησε ότι είχε λοχιορροία μετά τον τοκετό."
"In some cases, lochiorrhea can lead to concerns about infection."
"Σε ορισμένες περιπτώσεις, η λοχιορροία μπορεί να οδηγήσει σε ανησυχίες για μόλυνση."
"Lochiorrhea is a common occurrence for many women postpartum."
Η λέξη "lochiorrhea" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε μορφή ιδιωματικών εκφράσεων λόγω της εξειδικευμένης φύσης της, αλλά μπορείτε να τη συναντήσετε σε υγειονομικά ή ιατρικά κείμενα.
"Όταν μιλάμε για την αποκατάσταση μετά τον τοκετό, η λοχιορροία συχνά αναφέρεται ως θέμα συζήτησης."
"Understanding lochiorrhea is crucial for new mothers to recognize potential issues."
Η λέξη "lochiorrhea" προέρχεται από τα ελληνικά "λόχος" (lochos), που σημαίνει η περίοδος μετά τον τοκετό και "ρροή" (rrhea), που σημαίνει ροή ή απόρροια.