Lockstitch είναι ουσιαστικό.
/ˈlɒk.stɪtʃ/
Το "lockstitch" αναφέρεται σε μια τεχνική ραψίματος που χρησιμοποιεί δύο νήματα και δημιουργεί σταθερά και ανθεκτικά αποτελέσματα. Είναι κοινή μέθοδος σε ραπτική μηχανές και χρησιμοποιείται ευρέως για την κατασκευή ενδυμάτων και άλλων υφασμάτινων προϊόντων.
Το "lockstitch" χρησιμοποιείται συχνά στη βιομηχανία ραψίματος και στην εκπαίδευση ραπτικής. Υπάρχει μια υψηλή συχνότητα χρήσης στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά κείμενα ή οδηγούς για ραπτική.
Η ραπτομηχανή χρησιμοποιεί μηχανισμό κλειστού ράμματος για ανθεκτικότητα.
A lockstitch is ideal for hemming garments.
Ένα κλειστό ράμμα είναι ιδανικό για την περιθωριοποίηση ρούχων.
Many tailors prefer to use lockstitch for its strength.
Το "lockstitch" δεν εντάσσεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εξεταστεί σε συνδεδεμένα συμφραζόμενα της ραπτικής και της βιοτεχνίας.
"Με ένα κλειστό ράμμα στη θέση του, το ύφασμα δεν θα ξετυλιχθεί."
"Learning to sew a lockstitch can enhance your sewing skills."
"Η εκμάθηση του να ράβεις ένα κλειστό ράμμα μπορεί να βελτιώσει τις ραπτικές σου δεξιότητες."
"Lockstitch techniques are essential for those pursuing a career in fashion design."
Η λέξη "lockstitch" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου το "lock" αναφέρεται στο κλείδωμα ή την ασφάλιση, και το "stitch" σημαίνει ράμμα. Έχει καθιερωθεί από τον 19ο αιώνα με την ανάπτυξη της μηχανικής ραπτικής.
Συνώνυμα: - Secure stitch (ασφαλές ράμμα) - Zigzag stitch (έλικας ράμματος)
Αντώνυμα: - Basting stitch (χάμπυ ράμμα - προσωρινό ράμμα) - Loose stitch (χαλαρό ράμμα)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "lockstitch" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.