Ο όρος "locomotive faculty" περιλαμβάνει δύο λέξεις: - "locomotive" (ουσιαστικό) - "faculty" (ουσιαστικό)
Η λέξη "locomotive" αναφέρεται σε ένα όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βαγονιών σε σιδηροτροχιές και είναι συνήθως κινητήριος μηχανισμός. Η λέξη "faculty" αναφέρεται σε μια σχολή ή τμήμα ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος ή στην ικανότητα ή τη δυνατότητα που διαθέτει κάποιος να κάνει κάτι. Ο συνδυασμός "locomotive faculty" δεν είναι κοινός και μπορεί να αναφέρεται στην ικανότητα ή τη δυνατότητα που έχει κάποιος σε σχέση με τη μηχανική ή την ενασχόληση με ατμομηχανές.
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων πιθανώς εντοπίζεται περισσότερο σε ειδικά συμφραζόμενα, όπως η μηχανολογία ή η σιδηροδρομική εξερεύνηση. Η χρήση του είναι πολύ συγκεκριμένη και δεν συναντάται σε καθημερινές συνομιλίες.
The locomotive faculty at the university offers specialized courses in railway engineering.
(Η σχολή ατμομηχανών του πανεπιστημίου προσφέρει εξειδικευμένα μαθήματα στη σιδηροδρομική μηχανική.)
He demonstrated a remarkable locomotive faculty when he repaired the old train.
(Επιδείκνυε μια αξιοσημείωτη ικανότητα ατμομηχανής όταν επισκεύασε το παλιό τρένο.)
Ο όρος "locomotive faculty" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης χρήσης του. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την "ικανότητα":
"To get the locomotive running" – to start making progress.
(Να αρχίσω να προοδεύω.)
"Finding your locomotive" – discovering your passion or driving force.
(Να ανακαλύψεις το πάθος σου ή τη κινητήρια δύναμη σου.)
"The locomotive of change" – the driving force behind transformation or progress.
(Η κινητήρια δύναμη της αλλαγής.)
Αντώνυμα "locomotive": stationary (σταθμευμένο), immobile (ακίνητος).
Συνώνυμα "faculty": department, division, ability.