locomotive person - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

locomotive person (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Locomotive person είναι μια φράση που περιγράφει ένα άτομο σχετιζόμενο με τις μηχανές ατμομηχανές ή τη λειτουργία τους. Συχνά χρησιμοποιείται ως όρος στον τομέα των σιδηροδρόμων.

Φωνητική μεταγραφή

Locomotive person - /ˈloʊ.kəˌmoʊ.tɪv ˈpɜr.sən/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "locomotive person" αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται με ατμομηχανές ή είναι υπεύθυνος για τον χειρισμό τους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές της βιομηχανίας των σιδηροδρόμων. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, καθώς δεν χρησιμοποιείται στη καθημερινή ομιλία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The locomotive person checked the schedule before starting the engine.
  2. Ο ατμομηχανίστας έλεγξε το πρόγραμμα πριν ξεκινήσει τη μηχανή.

  3. Every locomotive person must undergo training to operate safely.

  4. Κάθε άτομο σιδηροδρόμου πρέπει να υποβληθεί σε εκπαίδευση για να λειτουργεί με ασφάλεια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "locomotive person" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, η έννοια της "μηχανής" ή του "κινητήρα" είναι πιο ευρέως αναγνωρίσιμη.

  1. A locomotive in the team often drives the project forward.
  2. Μια ατμομηχανή στην ομάδα συχνά προχωρά το έργο μπροστά.

  3. He has the energy of a locomotive person when working on important tasks.

  4. Έχει την ενέργεια ενός ατμομηχανίστα όταν εργάζεται σε σημαντικά καθήκοντα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "locomotive" προέρχεται από το λατινικό "loco," που σημαίνει "από τόπο σε τόπο" (together, from one place to another) και "movere," που σημαίνει "να κινείται". Το "person" προέρχεται από το λατινικό "persona," που σημαίνει "μάσκα" ή "ρόλος."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Train engineer - Operator

Αντώνυμα: - Passenger (που σημαίνει επιβάτης) - Bystander (που σημαίνει περαστικός)



25-07-2024