Locomotive person είναι μια φράση που περιγράφει ένα άτομο σχετιζόμενο με τις μηχανές ατμομηχανές ή τη λειτουργία τους. Συχνά χρησιμοποιείται ως όρος στον τομέα των σιδηροδρόμων.
Locomotive person - /ˈloʊ.kəˌmoʊ.tɪv ˈpɜr.sən/
Η φράση "locomotive person" αναφέρεται σε κάποιον που εργάζεται με ατμομηχανές ή είναι υπεύθυνος για τον χειρισμό τους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά κείμενα ή σε περιγραφές της βιομηχανίας των σιδηροδρόμων. Εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό, καθώς δεν χρησιμοποιείται στη καθημερινή ομιλία.
Ο ατμομηχανίστας έλεγξε το πρόγραμμα πριν ξεκινήσει τη μηχανή.
Every locomotive person must undergo training to operate safely.
Η φράση "locomotive person" δεν εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, η έννοια της "μηχανής" ή του "κινητήρα" είναι πιο ευρέως αναγνωρίσιμη.
Μια ατμομηχανή στην ομάδα συχνά προχωρά το έργο μπροστά.
He has the energy of a locomotive person when working on important tasks.
Η λέξη "locomotive" προέρχεται από το λατινικό "loco," που σημαίνει "από τόπο σε τόπο" (together, from one place to another) και "movere," που σημαίνει "να κινείται". Το "person" προέρχεται από το λατινικό "persona," που σημαίνει "μάσκα" ή "ρόλος."
Συνώνυμα: - Train engineer - Operator
Αντώνυμα: - Passenger (που σημαίνει επιβάτης) - Bystander (που σημαίνει περαστικός)