Locomotive-building είναι ουσιαστικό.
/ˈloʊ.kəˌmoʊ.tɪv ˈbɪl.dɪŋ/
Ο όρος "locomotive-building" αναφέρεται στη διαδικασία ή τη βιομηχανία που σχετίζεται με την κατασκευή ατμομηχανών, οι οποίες είναι μηχανές σχεδιασμένες να σπρώχνουν ή να σέρνουν τρένα. Η χρήση του είναι σχετικά εξειδικευμένη και συναντάται συνήθως σε βιομηχανικά, μηχανολογικά ή ιστορικά συμφραζόμενα. Αν και δεν είναι πολύ συχνή στον προφορικό λόγο, η αναφορά της διατηρεί σημασία σε συγκεκριμένες βιομηχανικές συζητήσεις ή σε τεχνικά κείμενα.
Η βιομηχανία κατασκευής ατμομηχανών έχει δει σημαντικές προόδους στην τεχνολογία.
Locomotive-building requires skilled workers and precision engineering.
Προς το παρόν, "locomotive-building" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με συγκεκριμένες φράσεις που σχετίζονται με τη βιομηχανία σιδηροδρόμων και τη μηχανολογία:
Η διαδικασία κατασκευής ατμομηχανών έχει γίνει πιο αποδοτική με τα χρόνια.
"Historical locomotive-building methods are fascinating to study."
Οι ιστορικές μέθοδοι κατασκευής ατμομηχανών είναι συναρπαστικές για μελέτη.
"Investments in locomotive-building have boosted local economies."
Η λέξη "locomotive" προέρχεται από το λατινικό "loco" (από) και "motivus" (που κινεί), ενώ η λέξη "building" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "bilding" που σημαίνει την πράξη της κατασκευής ή δημιουργίας.
Συνώνυμα: - Engine manufacturing - Train construction
Αντώνυμα: - Train dismantling - Engine decommissioning