Locular είναι επίθετο.
[ˈlɒkjʊlər]
Η λέξη "locular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει θαλάμους ή διαμερίσματα. Συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικούς ή βιολογικούς όρους, όπως σε περιπτώσεις με μερικά είδη φυτών ή οργανισμών που έχουν εσωτερικές κοιλότητες. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά κείμενα.
Ο θαλάμωτος καρπός είναι γνωστός για τη μοναδική του δομή που επιτρέπει την αποδοτική διασπορά σπόρων.
In botany, locular arrangement plays a significant role in the classification of plants.
Στην βοτανική, η θαλάμωτη διάταξη παίζει σημαντικό ρόλο στην ταξινόμηση των φυτών.
The locular design of the egg allows for the development of the embryo.
Η λέξη "locular" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην Αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
Η θαλάμωτη ανατομία του οργανισμού βοηθά στην κατανόηση των εξελικτικών προσαφθών του.
Researchers examined the locular structure of the coral for insights into its biology.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη θαλάμωτη δομή του κοραλλιού για πληροφορίες σχετικά με τη βιολογία του.
The locular characteristics of this type of fungi are fascinating for mycologists.
Η λέξη "locular" προέρχεται από τη λατινική λέξη "loculus", που σημαίνει "μικρός θάλαμος" ή "χωρισμένος χώρος", με το υπερθετικό επίθημα -ar εξελίσσεται για να σχηματίσει το επίθετο.
Συνώνυμα: - Chambered - Compartmented
Αντώνυμα: - Solid - Unpartitioned
Αυτή η πληροφόρηση παρέχει μια σφαιρική εικόνα της λέξης "locular" και τις διάφορες της χρήσεις και σημασίες.