locust borer: ουσιαστικό (noun)
/ˈloʊkəst ˈbɔːrər/
Ο locust borer είναι ένα σκαθάρι που προκαλεί βλάβες κυρίως σε φυτά της οικογένειας των λωτούς. Είναι γνωστό για το τρόπο που τρώει το ξύλο των φυτών, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στην ανάπτυξή τους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωργικούς και περιβαλλοντικούς τομείς, και η συχνότητά του αυξάνεται κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά ή γεωργικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο αγρότης παρατήρησε μια αύξηση της δραστηριότητας του σκαθαριού οπισθίας στον οπωρώνα του αυτή τη σεζόν.
Effective pest control is essential to managing locust borer populations.
Η αποτελεσματική καταπολέμηση παρασίτων είναι απαραίτητη για τη διαχείριση των πληθυσμών του σκαθαριού οπισθίας.
Research shows that locust borers can severely damage fruit trees if left unchecked.
Η έκφραση locust borer δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται με γεωργία ή οικολογία.
"Η κατσαρίδα οπισθίας μπορεί να είναι μια πραγματική απειλή για τις τοπικές καλλιέργειες αν δεν παρακολουθείται τακτικά."
"Farmers are advised to take preventive measures against locust borers to protect their investments."
"Οι αγρότες προειδοποιούνται να λάβουν προληπτικά μέτρα κατά των σκαθαριών οπισθίας για να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους."
"With the rise of locust borer infestations, integrated pest management has become crucial."
"Με την αύξηση των μολύνσεων από κατσαρίδες οπισθίας, η ολοκληρωμένη διαχείριση παρασίτων έχει γίνει κρίσιμη."
"Experts recommend crop rotation to minimize locust borer damage."
Η λέξη "locust" προέρχεται από το μεσαιωνικό γαλλικό "acochet" ή το λατινικό "locusta", που σημαίνει "άκαρι". Ο όρος "borer" προέρχεται από το αγγλικό "bore," που σημαίνει "τρυπάω" ή "μπαίνω μέσα", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει οργανισμούς που τρέφονται τρυπώντας στο ξύλο.
Συνώνυμα: - Wood borer - Tree borer
Αντώνυμα: - Beneficial insect - Pollinator