Adjective (Επίθετο)
/ˈlɔɡ.kən.vɛks/
Η λέξη "log-convex" αναφέρεται σε μια συνάρτηση ή ακολουθία που είναι κοβική όταν εξετάζουμε τους λογαρίθμους των τιμών της. Δηλαδή, μια συνάρτηση f(x) είναι λογαριθμικά κοβική αν για οποιαδήποτε x1, x2 στις οποίες η f ορίζεται, ισχύει:
f(tx1 + (1-t)x2) ≤ f(x1)^t * f(x2)^(1-t)
για κάθε t στο διάστημα [0, 1]. Συνήθως χρησιμοποιείται σε μαθηματικά, στατιστική, και οικονομετρικές αναλύσεις.
Η λέξη "log-convex" έχει περιορισμένη χρήση και συναντάται κυρίως σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, που σχετίζονται με τα μαθηματικά ή τη στατιστική. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο.
Η συνάρτηση είναι λογαριθμικά κοβική, γεγονός που την καθιστά πιο εύκολη προς βέλτιστη χρήση.
Log-convex sequences exhibit interesting properties in analysis.
Αν και η λέξη "log-convex" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να εμφανίζεται μέσα σε ακαδημαϊκά κείμενα ή προτάσεις για να περιγράψει τις ιδιότητες άλλων μαθηματικών δομών.
Στα προβλήματα βελτιστοποίησης, η αναγνώριση λογαριθμικά κοβικών συναρτήσεων μπορεί να απλοποιήσει την προσέγγιση.
Log-convexity of the cost function implies certain stability in econometric models.
Η λογαριθμική κοβικότητα της συνάρτησης κόστους υποδηλώνει ορισμένη σταθερότητα στα οικονομετρικά μοντέλα.
Researchers focus on log-convex properties to prove convergence in their algorithms.
Η λέξη σχηματίζεται από τον πρόθετο "log-" που προέρχεται από τον «λογαριθμικό» και τη λέξη "convex", που προέρχεται από τα λατινικά "convexus" που σημαίνει «στρογγυλός».
Συνώνυμα: - Convex (κοβικό) - Monotonic increasing (μονοτονικά αυξανόμενο)
Αντώνυμα: - Log-concave (λογαριθμικά κοίλο) - Decreasing (μειούμενο)