Ο όρος "logarithmic norm" αναφέρεται σε μία μέθοδο για να μετράμε την «κανονικότητα» (norm) ενός γραμμικού μετασχηματιστή ή μιας συνάρτησης με τη βοήθεια λογαριθμικών αλγορίθμων. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται στη γραμμική άλγεβρα και ανάλυση για την εκτίμηση της ευαισθησίας ενός συστήματος ή μιας μαθηματικής διαδικασίας, ειδικά σε περιπτώσεις όπου οι τιμές αυξάνονται γρήγορα.
Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε μαθηματικά και επιμέρους τομείς όπως τεχνητή νοημοσύνη, θεωρία ελέγχου, και αριθμητική ανάλυση. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκά κείμενα ή έρευνες, παρά σε προφορικό λόγο.
Η λογαριθμική κανονικοποίηση παρέχει έναν τρόπο να μετράμε την ανάπτυξη των συναρτήσεων.
In stability analysis, the logarithmic norm is often used to understand the response of a system.
Στην ανάλυση σταθερότητας, η λογαριθμική κανονικοποίηση χρησιμοποιείται συχνά για να κατανοήσουμε την αντίδραση ενός συστήματος.
When solving differential equations, the logarithmic norm can be very useful.
Η συγκεκριμένη φράση "logarithmic norm" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, καθώς αποτελεί τεχνικό όρο. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε πιο εξειδικευμένα πεδία.
Η λέξη "logarithmic" προέρχεται από το ελληνικό "λόγος" (λογαριθμός) και το "arithmos" που σημαίνει αριθμός. Ο όρος "norm" προέρχεται από τη λατινική λέξη "norma" που σημαίνει κανόνας ή μέτρο.
Αυτή η δομή διατηρεί την ολοκληρωμένη ανάλυση του όρου "logarithmic norm" και παρέχει σαφή και εκτενή πληροφόρηση για αυτόν.