Loggerhead είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /ˈlɔɡərˌhɛd/
Η λέξη "loggerhead" μπορεί να αναφέρεται σε: 1. Ορνιοχωρίτης: Ένα είδος θαλάσσιας χελώνας. 2. Διένεξη: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση όπου δύο ή περισσότερα μέρη είναι σε σύγκρουση ή διαφωνία.
Στη γλώσσα Αγγλικά, η χρήση της λέξης μπορεί να απαντηθεί σε διαφορετικά πλαίσια, αλλά η πιο συνήθης χρήση της είναι στην περιγραφή της χελώνας, ειδικά στον τομέα της θαλάσσιας βιολογίας. Δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε σχετικά κείμενα ή συζητήσεις.
Ο ορνιοχωρίτης είναι γνωστός για το μεγάλο του μέγεθος και το χαρακτηριστικό του ράμφος.
They were loggerheads over the project timeline, unable to reach an agreement.
Η λέξη "loggerhead" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιδιωματικές εκφράσεις που καταδεικνύουν τη διαφωνία ή τη διαμάχη. Μερικές παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Ήταν σε διένεξη για εβδομάδες σχετικά με τη νέα πολιτική.
The two departments were often at loggerheads, hindering progress.
Οι δύο τμήματα ήταν συχνά σε διαμάχη, εμποδίζοντας την πρόοδο.
It's not uncommon for partners to be at loggerheads during a negotiation.
Δεν είναι ασυνήθιστο οι συνεργάτες να βρίσκονται σε διαμάχη κατά τη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης.
They reached a point where they were at loggerheads, unable to compromise.
Η λέξη "loggerhead" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "logger" που σημαίνει "ξύλο" και "head" που αναφέρεται σε "κεφαλή". Ουσιαστικά, η λέξη σημαίνει μια "ξύλινη κεφαλή", που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των αιώνων σε διάφορες εφαρμογές.
Συνώνυμα: - Sea turtle (για την θαλάσσια χελώνα) - Dispute (για τη διένεξη)
Αντώνυμα: - Agreement (συμφωνία) - Harmony (αρμονία)