Logical counterexample: Ουσιαστικό
/ˈlɒdʒɪkəl ˈkaʊntə(r)ˌɛkʃəmpəl/
Το "logical counterexample" αναφέρεται σε ένα παράδειγμα που αποδεικνύει ότι μια συγκεκριμένη πρόταση ή ισχυρισμός είναι ψευδής. Χρησιμοποιείται κυρίως στη λογική, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία για να αμφισβητήσει μια γενική δήλωση ή θεωρία. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή στην ακαδημαϊκή γλώσσα, κυρίως σε γραπτά κείμενα και διαλέξεις, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με λογικές ή μαθηματικές έννοιες.
Ένα λογικό αντίδειγμα μπορεί να ακυρώσει ένα κακώς κατασκευασμένο επιχείρημα.
In mathematics, finding a logical counterexample is crucial for testing hypotheses.
Στα μαθηματικά, η εύρεση ενός λογικού αντιδείγματος είναι κρίσιμη για τη δοκιμή υποθέσεων.
When debating, it's important to provide a logical counterexample to strengthen your position.
Η φράση "logical counterexample" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορα ακαδημαϊκά και λογικά συμφραζόμενα. Εντούτοις, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες στη λογική. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα που σχετίζονται με την έννοια του λογικού αντιδείγματος:
Ο καθηγητής παρουσίασε ένα λογικό αντίδειγμα για να γκρεμίσει τον ισχυρισμό.
"In formal logic, a logical counterexample can be more persuasive than many data points."
Στη μορφωμένη λογική, ένα λογικό αντίδειγμα μπορεί να είναι πιο πειστικό από πολλά δεδομένα.
"During the discussion, she offered a logical counterexample that everyone found compelling."
Η λέξη "logical" προέρχεται από τη λέξη "logic", που έχει τις ρίζες της στο ελληνικό "λογική" (λογική), ενώ η λέξη "counterexample" αποτελείται από το "counter" (αντίθετος) και "example" (παράδειγμα), τα οποία σχηματίζουν μια έννοια που υποδηλώνει έναν αντίθετο ή ακυρωτικό τύπο παραδείγματος.
Συνώνυμα: - Contradictory example (αντιθετικό παράδειγμα) - Refutation (αντεπίθεση)
Αντώνυμα: - Supporting example (υποστηρικτικό παράδειγμα) - Affirmation (επιβεβαίωση)