Logical term - Ουσιαστικό
/ˈlɒdʒɪkəl tɜːrm/
Ο όρος "logical term" αναφέρεται σε μια έννοια ή λέξη που χρησιμοποιείται σε λογικά συστήματα, μαθηματικά ή φιλοσοφία για να αναπαραστήσει ένα γεγονός, μια πρόταση ή μια ιδέα που έχει σαφώς καθορισμένες σημασίες και μπορεί να υποστεί λογική ανάλυση. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά και τεχνικά συμφραζόμενα.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά κείμενα ή άρθρα σχετιζόμενα με τη λογική, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο λογικός όρος στην επιχείρηση ήταν ασαφής.
To understand the formula, you need to grasp the logical term used.
Για να καταλάβετε τον τύπο, πρέπει να κατανοήσετε τον λογικό όρο που χρησιμοποιείται.
In mathematics, every logical term has a specific definition.
Ο όρος "logical term" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη λογική μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καταδείξουν τη σημασία του.
Σε λογικούς όρους, το συμπέρασμά σας είναι εσφαλμένο.
If we break it down into logical terms, it becomes clearer.
Αν το αναλύσουμε σε λογικούς όρους, γίνεται πιο ξεκάθαρο.
Let’s put this in logical terms so we can see the implications.
Ας το θέσουμε σε λογικούς όρους ώστε να μπορέσουμε να δούμε τις συνέπειες.
In logical terms, the premise must be substantiated with evidence.
Η λέξη "logical" προέρχεται από το ελληνικό "λογικός" (logikos), το οποίο συνδέεται με τη λέξη "λόγος" (logos) που σημαίνει "λόγος" ή "νοηματοδότηση". Ο όρος "term" προέρχεται από το λατινικό "terminus", που σημαίνει "όριο" ή "προορισμός".
Συνώνυμα: - Formal term - Concept - Definition
Αντώνυμα: - Illogical term - Undefined concept - Unreasoned assertion