Ο όρος "logically equivalent statements" λειτουργεί ως ουσιαστικό και αναφέρεται σε αφηρημένες δηλώσεις ή προτάσεις.
/ləˈdʒɪkli ɪˈkwɪvələnt ˈsteɪtmənts/
"Logically equivalent statements" αναφέρονται σε δύο δηλώσεις που έχουν την ίδια αλήθεια υπό όλες τις πιθανές συνθήκες ή καταστάσεις. Στη λογική, δύο προτάσεις θεωρούνται λογικά ισοδύναμες εάν είναι πάντοτε είτε αληθινές είτε ψευδείς ταυτόχρονα. Χρησιμοποιούνται σε διάφορους τομείς, όπως στα μαθηματικά, την πληροφορική, και τη φιλοσοφία. Η χρήση τους είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό πλαίσιο, ιδιαιτέρως σε ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές συζητήσεις που σχετίζονται με τη λογική και τη θεωρία.
"Αν δύο δηλώσεις είναι λογικά ισοδύναμες δηλώσεις, θα έχουν πάντα την ίδια τιμή αλήθειας."
"In mathematics, logically equivalent statements simplify complex problems."
"Στη μαθηματικά, οι λογικά ισοδύναμες δηλώσεις απλοποιούν σύνθετα προβλήματα."
"Understanding logically equivalent statements is crucial for logical reasoning."
Ο όρος "logically equivalent" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να βρείτε τη λέξη "equivalent" σε διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με σύγκριση:
"Αυτές οι δύο λύσεις είναι ουσιαστικά ισοδύναμες η μία με την άλλη."
"What he's saying is equivalent to throwing money away."
"Αυτό που λέει ισοδυναμεί με το να πετάει λεφτά."
"In this context, their contributions are equivalent to a small fortune."
Η λέξη "equivalent" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aequivalens", που σημαίνει "ίσος σε αξία". Και οι δύο λέξεις έχουν τις ρίζες τους στη λέξη "aequus", που σημαίνει "ίσος".
Συνώνυμα: - ισοδύναμες δηλώσεις - ισοδύναμες προτάσεις
Αντώνυμα: - μη ισοδύναμες δηλώσεις - ανόμοιες προτάσεις