Logs: Ουσιαστικό (plural noun)
Φωνητική μεταγραφή: /lɔɡz/
Η λέξη "logs" συχνά αναφέρεται σε καταγραφές ή αρχεία που καταγράφουν γεγονότα, δεδομένα ή δραστηριότητες σε διάφορα πλαίσια, όπως η πληροφορική, η τεχνολογία ή οι υπηρεσίες. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ξύλα ή κορμούς δέντρων. Στη γλώσσα Αγγλικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και επίσημα κείμενα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι καταγραφές του διακομιστή δείχνουν ένα σφάλμα στις 3 μ.μ.
He collects logs from his trips to the forest.
Η λέξη "logs" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε τεχνολογικά και καθημερινά συμφραζόμενα:
Μετάφραση: Χρειάζομαι να συνδεθώ στον λογαριασμό μου για να ελέγξω τα μηνύματα.
To log out: Να αποσυνδεθείς από ένα σύστημα ή ιστοσελίδα.
Μετάφραση: Μην ξεχάσεις να αποσυνδεθείς όταν τελειώσεις.
Log on: Να εισέλθεις σε ένα δικτυακό σύστημα.
Μετάφραση: Μόλις συνδεθώ, μπορώ να έχω πρόσβαση σε όλα μου τα αρχεία.
Log record: Η καταγραφή που διατηρεί ιστορικό γεγονότων.
Η λέξη "log" προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "logge," που αναφερόταν σε κορμό ή ξύλο. Η χρήση της σε καταγραφές και αρχεία σχετίζεται με την έννοια της καταγραφής γεγονότων όπως τα "δέντρα" καταγράφουν την ανάπτυξή τους με τη μορφή δαχτυλίων.
Συνώνυμα: - Records - Entries - Files (σε μερικά συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Erase (διαγράφω) - Forget (ξεχνάω)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "logs" σε διάφορες πτυχές.