Loner είναι ουσιαστικό.
/ˈloʊ.nər/
Η λέξη "loner" αναφέρεται σε ένα άτομο που προτιμά να είναι μόνο του παρά να είναι σε παρέα με άλλους. Συνήθως, αυτό το άτομο μπορεί να έχει κοινωνικές δυσκολίες ή απλώς να επιλέγει τον μοναχικό τρόπο ζωής. Η χρήση της λέξης διαφέρει, με υψηλή συχνότητα στο προφορικό λόγο, κυρίως σε καθημερινές συνομιλίες.
He is a loner who enjoys his own company.
(Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που απολαμβάνει την παρέα του.)
Being a loner can be both a blessing and a curse.
(Το να είσαι μοναχικός μπορεί να είναι και ευλογία και κατάρα.)
She often felt like a loner in crowded places.
(Συχνά ένιωθε μοναχική σε πολυσύχναστα μέρη.)
Η λέξη "loner" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν τη μοναχικότητα ή την απομόνωση.
"A loner at heart."
(Ένας μοναχικός άνθρωπος στο βάθος.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που, παρόλο που έχει κοινωνικές επαφές, προτιμά τη μοναχικότητα.
"Don't be a loner, socialize more."
(Μην είσαι μοναχικός, κοινωνικοποιήσου περισσότερο.)
Συχνή συμβουλή σε κάποιον που αποφεύγει την κοινωνική ζωή.
"Being a loner doesn't mean you're lonely."
(Το να είσαι μοναχικός δεν σημαίνει ότι είσαι μόνος.)
Υποδεικνύει ότι η μοναχικότητα δεν ισοδυναμεί πάντα με μοναξιά.
"Embracing the loner lifestyle."
(Αγκαλιάζοντας τον τρόπο ζωής του μοναχικού.)
Αναφέρεται στην επιλογή ενός απομονωμένου τρόπου ζωής.
"A loner by choice."
(Μοναχικός από επιλογή.)
Δείχνει ότι κάποιος επιλέγει να είναι μόνος αντί να είναι σε παρέα.
Η λέξη "loner" προέρχεται από την αγγλική λέξη "lone," που σημαίνει μοναχικός, και το επιθήμα -er, το οποίο υποδεικνύει το άτομο που εκτελεί μια πράξη ή έχει μια συγκεκριμένη κατάσταση.
Συνώνυμα: - Hermit (ερημίτης) - Recluse (απομονωμένος) - Solitary (μοναχικός)
Αντώνυμα: - Socialite (κοινωνικός) - Companion (σύντροφος) - Extrovert (εξωστρεφής)