Το "long ago" είναι φράση που λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός χρόνου.
/loŋ əˈɡoʊ/
Η φράση "long ago" χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεγονότα ή καταστάσεις που συνέβησαν σε μια πολύ προηγούμενη χρονική περίοδο. Γενικά, χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε παραμύθια, ιστορίες και αφηγήσεις.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό μακριά, ζούσε ένας σοφός γέρος πολύ παλιά.
Many people believed in dragons and magic long ago.
Η φράση "long ago" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις ή εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας που αναφέρονται σε παρελθόντα γεγονότα.
Οι ιστορίες που μου λέει η γιαγιά μου είναι από μια εποχή πολύ παλιά.
Long ago, people communicated through letters rather than phones.
Πριν από πολλά χρόνια, οι άνθρωποι επικοινωνούσαν με γράμματα αντί για τηλέφωνα.
In myths, gods and heroes roamed the earth long ago.
Στους μύθους, οι θεοί και οι ήρωες περιπλανιόνταν στη γη πολύ παλιά.
In a world long ago, magic was common.
Σε έναν κόσμο πολύ παλιά, η μαγεία ήταν κοινή.
Long ago, there was an ancient civilization in this region.
Η φράση "long ago" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και η λέξη "long" αναφέρεται σε εκτενή χρονική διάρκεια, ενώ η λέξη "ago" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "age," που σημαίνει σε προηγούμενο χρόνο.
Συνώνυμα: - many years ago - ages ago - a long time ago
Αντώνυμα: - recently - now - currently
Αυτή η ανάλυση για τη φράση "long ago" προσπαθεί να καλύψει όλες τις πτυχές που ζητήθηκαν, παρέχοντας μια πληρέστερη εικόνα της χρήσης και της σημασίας της.