Επίθετο.
/lɔŋ boʊld/
Η λέξη "long-boled" αναφέρεται σε έναν κορμό ή στέλεχος που είναι μακρύ και λεπτό, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει δέντρα ή φυτά. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε λεξιλόγιο που σχετίζεται με τη βοτανολογία ή τη γεωργία. Η χρήση της είναι περισσότερο γραπτή, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο, κυρίως σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Ο μακρύς κορμός του δέντρου ταλαντεύονταν απαλά στον άνεμο.
We need to find a long-boled plant species for the new garden design.
Πρέπει να βρούμε ένα είδος φυτού με μακρύ κορμό για το νέο σχέδιο του κήπου.
The long-boled cacti thrive in arid environments.
Η λέξη "long-boled" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις που σχετίζονται με την φύση και την καλλιέργεια. Εντούτοις, παρακάτω είναι μερικές παραδειγματικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τον όρο:
Ο μακρύς κορμός της ιτιάς συναντάται συχνά κοντά σε ποτάμια.
This long-boled variety of corn grows faster than the others.
Αυτή η μακρύς κορμός ποικιλία καλαμποκιού μεγαλώνει πιο γρήγορα από τις άλλες.
In landscaping, using long-boled plants can create an elegant look.
Η λέξη "long-boled" προέρχεται από συνδυασμό των λέξεων "long" (μακρύς) και "boled," που είναι το συμμετοχικό από το "bole," το οποίο αναφέρεται στον κορμό ενός δέντρου.
Συνώνυμα: - Tall-stemmed - Slender
Αντώνυμα: - Short-boled - Stout
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "long-boled" και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.