long-jumper - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

long-jumper (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/lɔŋ ˈdʒʌm.pər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "long-jumper" αναφέρεται σε έναν αθλητή που συμμετέχει στον αγώνισμα του μήκους, το οποίο είναι μια από τις αθλητικές εκδηλώσεις του στίβου. Οι αθλητές αυτού του αγωνίσματος προσπαθούν να πηδήσουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από μία αναπήδηση. Η χρήση της λέξης "long-jumper" είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν αθλητικά και ειδικά αυτά του στίβου, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις για την περιγραφή ή αναφορά αθλητών ή διαγωνισμών.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The long-jumper set a new record at the competition.
  2. Ο μακροχρόνιος αθλητής σημείωσε ένα νέο ρεκόρ στον διαγωνισμό.

  3. She trained hard to become a successful long-jumper.

  4. Προπονήθηκε σκληρά για να γίνει μια επιτυχημένη αθλήτρια του μήκους.

  5. The long-jumper needed to improve his technique to achieve better results.

  6. Ο μακροχρόνιος αθλητής έπρεπε να βελτιώσει την τεχνική του για να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "long-jumper" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε περιγραφές που σχετίζονται με επιτυχίες ή τις προκλήσεις στην αθλητική ζωή.

Ιδιωματικές προτάσεις

  1. He jumped into the long-jumper's shoes during the final competition.
  2. Μπήκε στα παπούτσια του μακροχρόνιου αθλητή κατά τη διάρκεια του τελικού διαγωνισμού.

  3. She has a long-jumper's spirit; she never gives up in the face of challenges.

  4. Έχει το πνεύμα του μακροχρόνιου αθλητή· ποτέ δεν παραιτείται μπροστά στις προκλήσεις.

  5. Being a long-jumper requires not only strength but also great technique.

  6. Να είσαι αθλητής του μήκους απαιτεί όχι μόνο δύναμη αλλά και εξαιρετική τεχνική.

Ετυμολογία

Η λέξη "long-jumper" αποτελείται από δύο αγγλικές λέξεις: "long", που σημαίνει μακρύς, και "jumper", που προέρχεται από το ρήμα "jump", που σημαίνει πηδώ. Η σύνθεση αυτών των λέξεων αναφέρεται στον συγκεκριμένο τύπο άλματος που έχει μακρύνει.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - Athlete (αθλητής) - Long-distance jumper (αθλητής μεγάλων αποστάσεων)

Αντώνυμα - Short-jumper (αθλητής βραχέων αποστάσεων)

Η παραπάνω ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "long-jumper" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.



25-07-2024