Ουσιαστικό
/lɔŋ ˈdʒʌm.pər/
Ο όρος "long-jumper" αναφέρεται σε έναν αθλητή που συμμετέχει στον αγώνισμα του μήκους, το οποίο είναι μια από τις αθλητικές εκδηλώσεις του στίβου. Οι αθλητές αυτού του αγωνίσματος προσπαθούν να πηδήσουν όσο το δυνατόν πιο μακριά από μία αναπήδηση. Η χρήση της λέξης "long-jumper" είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που αφορούν αθλητικά και ειδικά αυτά του στίβου, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις για την περιγραφή ή αναφορά αθλητών ή διαγωνισμών.
Ο μακροχρόνιος αθλητής σημείωσε ένα νέο ρεκόρ στον διαγωνισμό.
She trained hard to become a successful long-jumper.
Προπονήθηκε σκληρά για να γίνει μια επιτυχημένη αθλήτρια του μήκους.
The long-jumper needed to improve his technique to achieve better results.
Η λέξη "long-jumper" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να ενσωματωθεί σε περιγραφές που σχετίζονται με επιτυχίες ή τις προκλήσεις στην αθλητική ζωή.
Μπήκε στα παπούτσια του μακροχρόνιου αθλητή κατά τη διάρκεια του τελικού διαγωνισμού.
She has a long-jumper's spirit; she never gives up in the face of challenges.
Έχει το πνεύμα του μακροχρόνιου αθλητή· ποτέ δεν παραιτείται μπροστά στις προκλήσεις.
Being a long-jumper requires not only strength but also great technique.
Η λέξη "long-jumper" αποτελείται από δύο αγγλικές λέξεις: "long", που σημαίνει μακρύς, και "jumper", που προέρχεται από το ρήμα "jump", που σημαίνει πηδώ. Η σύνθεση αυτών των λέξεων αναφέρεται στον συγκεκριμένο τύπο άλματος που έχει μακρύνει.
Συνώνυμα - Athlete (αθλητής) - Long-distance jumper (αθλητής μεγάλων αποστάσεων)
Αντώνυμα - Short-jumper (αθλητής βραχέων αποστάσεων)
Η παραπάνω ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον όρο "long-jumper" και τη χρήση του στην αγγλική γλώσσα.