Long-line current: Ουσιαστικό.
/ˌlɔːŋ.laɪn ˈkʌrənt/
Το "long-line current" αναφέρεται σε ένα ειδικό τύπο ηλεκτρικού ρεύματος που προέρχεται από μακροσκοπικές γραμμές ή αγωγούς, συνήθως χρησιμοποιούμενες σε συστήματα ηλεκτροδότησης ή επικοινωνίας. Η χρήση αυτού του ρεύματος είναι συχνή σε εφαρμογές που απαιτούν μακρινή μεταφορά ενέργειας ή σήματος. Στη γλώσσα των ηλεκτρολόγων ή των μηχανικών, η φράση αυτή χρησιμοποιείται σπάνια και δεν είναι τόσο διαδεδομένη στην καθημερινή ομιλία ή γραφή.
Η χρήση αυτής της φράσης είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά στη τεχνική γραφή και στη μελέτη ηλεκτρικής και ηλεκτρονικής μηχανικής, παρά στον προφορικό λόγο.
Το ρεύμα μακράς γραμμής μπορεί να προκαλέσει πτώσεις τάσης σε απομακρυσμένες περιοχές.
Engineers monitor the long-line current to ensure stable power supply.
Οι μηχανικοί παρακολουθούν το ρεύμα μακράς γραμμής για να διασφαλίσουν σταθερή παροχή ενέργειας.
Adjustments in the long-line current are necessary for optimal performance.
Η φράση "long-line current" δεν χρησιμοποιείται ευρέως στις ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις ή φράσεις για να περιγράψει διάφορες καταστάσεις σχετικές με ηλεκτρικό ρεύμα.
Η λέξη "long" προέρχεται από τον αρχαίο αγγλικό "lang" που σημαίνει "μακρύς", ενώ "line" προέρχεται από την λατινική "linea" που σημαίνει "νήμα" ή "γραμμή". Η λέξη "current" προέρχεται από την λατινική "currens", που σημαίνει "ρέων" ή "ρέουσα".
Αυτή η ανάλυση καλύπτει την έννοια, τη χρήση και άλλες σχετικές πληροφορίες σχετικά με τον όρο "long-line current".