long-lived - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

long-lived (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Επίθετο

Φωνητική Μεταγραφή

/lɔŋ lɪvd/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "long-lived" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που ζει ή διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κυρίως βιολογικά οργανισμούς ή οντότητες, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά σε διάφορα πλαίσια, όπως αναφορικά με παραδόσεις, κληρονομιές ή μνήμες.

Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά: Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά είναι επίσης κοινό στον προφορικό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε μακροχρόνιες σχέσεις ή καταστάσεις.

Παραδείγματικές Προτάσεις

  1. Many species of turtles are long-lived creatures.
  2. Πολλά είδη χελωνών είναι μακρόχρονες δημιουργίες.

  3. The tradition of storytelling is a long-lived practice in many cultures.

  4. Η παράδοση της αφήγησης είναι μια μακρόχρονη πρακτική σε πολλές κουλτούρες.

  5. She hopes to lead a long-lived life filled with joy and adventure.

  6. Ελπίζει να ζήσει μια μακρόχρονη ζωή γεμάτη χαρά και περιπέτεια.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "long-lived" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις, αν και δεν είναι πολύ κοινές. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις.

  1. Long-lived traditions often shape cultural identity.
  2. Μακρόχρονες παραδόσεις συχνά διαμορφώνουν την πολιτιστική ταυτότητα.

  3. They are known for their long-lived friendship that withstands the test of time.

  4. Είναι γνωστοί για τη μακρόχρονη φιλία τους που αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου.

  5. A long-lived legacy can inspire future generations.

  6. Μια μακρόχρονη κληρονομιά μπορεί να εμπνεύσει τις μελλοντικές γενιές.

  7. He admired her long-lived resolve to pursue her dreams.

  8. Θαύμασε τη μακρόχρονη αποφασιστικότητα της να ακολουθήσει τα όνειρά της.

  9. The long-lived relationship between the two organizations has fostered collaboration.

  10. Η μακρόχρονη σχέση μεταξύ των δύο οργανισμών έχει προάγει τη συνεργασία.

Ετυμολογία

Η λέξη "long-lived" προέρχεται από τις λέξεις "long" (μακρύς) και "lived" (ζουν), συνδυάζοντας την έννοια της διάρκειας με αυτήν της ύπαρξης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Enduring (διαρκής) - Durable (ανθεκτικός) - Perennial (πολύχρονιος)

Αντώνυμα: - Short-lived (βραχύβιος) - Temporary (προσωρινός) - Fleeting (ευπαθή)

Αυτή η ανάλυση του "long-lived" παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης, της χρήσης της και των σχέσεών της με άλλες λέξεις και έννοιες στη γλώσσα Αγγλικά.



25-07-2024