Επίθετο
/lɔŋ lɪvd/
Η λέξη "long-lived" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που ζει ή διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κυρίως βιολογικά οργανισμούς ή οντότητες, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά σε διάφορα πλαίσια, όπως αναφορικά με παραδόσεις, κληρονομιές ή μνήμες.
Χρήση στη Γλώσσα Αγγλικά: Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά είναι επίσης κοινό στον προφορικό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε μακροχρόνιες σχέσεις ή καταστάσεις.
Πολλά είδη χελωνών είναι μακρόχρονες δημιουργίες.
The tradition of storytelling is a long-lived practice in many cultures.
Η παράδοση της αφήγησης είναι μια μακρόχρονη πρακτική σε πολλές κουλτούρες.
She hopes to lead a long-lived life filled with joy and adventure.
Η λέξη "long-lived" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές φράσεις, αν και δεν είναι πολύ κοινές. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις.
Μακρόχρονες παραδόσεις συχνά διαμορφώνουν την πολιτιστική ταυτότητα.
They are known for their long-lived friendship that withstands the test of time.
Είναι γνωστοί για τη μακρόχρονη φιλία τους που αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου.
A long-lived legacy can inspire future generations.
Μια μακρόχρονη κληρονομιά μπορεί να εμπνεύσει τις μελλοντικές γενιές.
He admired her long-lived resolve to pursue her dreams.
Θαύμασε τη μακρόχρονη αποφασιστικότητα της να ακολουθήσει τα όνειρά της.
The long-lived relationship between the two organizations has fostered collaboration.
Η λέξη "long-lived" προέρχεται από τις λέξεις "long" (μακρύς) και "lived" (ζουν), συνδυάζοντας την έννοια της διάρκειας με αυτήν της ύπαρξης.
Συνώνυμα: - Enduring (διαρκής) - Durable (ανθεκτικός) - Perennial (πολύχρονιος)
Αντώνυμα: - Short-lived (βραχύβιος) - Temporary (προσωρινός) - Fleeting (ευπαθή)
Αυτή η ανάλυση του "long-lived" παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης, της χρήσης της και των σχέσεών της με άλλες λέξεις και έννοιες στη γλώσσα Αγγλικά.