Επίθετο
/lɒŋ ˈsʌf.ər.əns/
Η λέξη "long-sufferance" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή χαρακτηριστικό της μακροχρόνιας αντοχής σε δυσκολίες, κακουχίες ή πόνο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων που υπομένουν δύσκολες καταστάσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να παραπονιούνται.
Χρήση και Συχνότητα Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και πιο επίσημο λόγο, και λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο. Χρησιμοποιείται συχνά σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε γραπτά που σχετίζονται με την φιλοσοφία και τη θεολογία.
"His long-sufferance was admirable, as he dealt with the constant challenges."
«Η μακροχρόνια υπομονή του ήταν θαυμάσια, καθώς αντιμετώπιζε τις συνεχείς προκλήσεις.»
"Long-sufferance is often a virtue in difficult relationships."
«Η μακροχρόνια υπομονή είναι συχνά αρετή σε δύσκολες σχέσεις.»
"She showed long-sufferance while caring for her ill parent."
«Εκδήλωσε μακροχρόνια υπομονή ενώ φρόντιζε τον άρρωστο γονέα της.»
Το "long-sufferance" δεν έχει πολλές συνηθισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο η έννοιά του φέρνει στο προσκήνιο κάποιες γενικές μορφές αντοχής και υπομονής.
"Endure long-sufferance like a saint."
«Υποφέρετε μακροχρόνια όπως ένας άγιος.»
"Her long-sufferance was put to the test during the crisis."
«Η μακροχρόνια υπομονή της δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.»
"People often admire long-sufferance in caregivers."
«Οι άνθρωποι συχνά θαυμάζουν τη μακροχρόνια υπομονή στους φροντιστές.»
"In times of hardship, long-sufferance reveals its true value."
«Σε περιόδους δυσκολίας, η μακροχρόνια υπομονή αποκαλύπτει την αληθινή της αξία.»
Η λέξη "long-sufferance" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "long" (μακρύς, μεγάλο χρονικό διάστημα) και "sufferance" (υπομονή, παθητική αποδοχή). Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μια μακροχρόνια κατάσταση υπομονής.
Συνώνυμα: - Βαθιά υπομονή - Υπομονετικότητα
Αντώνυμα: - Απογοήτευση - Υποχώρηση