Ο όρος "longitudinal sleeper" αποτελεί ένα σύνθετο ουσιαστικό.
/lɒŋˈɡɪtʃʊdɪnəl ˈsliːpər/
Ο όρος "longitudinal sleeper" αναφέρεται σε συγκεκριμένες δομές ή στοιχεία που σχετίζονται με τη στήριξη ή την κατασκευή σε έκταση (longitudinal direction). Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της μηχανικής και των κατασκευών. Στο αγγλικό πλαίσιο, η χρήση του είναι πιο κοινή σε τεχνικές γλώσσες και γραπτές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
The railway system uses longitudinal sleepers for better stability.
Το σιδηροδρομικό σύστημα χρησιμοποιεί εγκάρδιους ύπνους για καλύτερη σταθερότητα.
Longitudinal sleepers are essential for the construction of bridges.
Οι διαμήκεις κάτοικοι είναι απαραίτητοι για την κατασκευή γεφυρών.
The engineering team decided to replace the old longitudinal sleepers with new ones.
Η ομάδα μηχανικών αποφάσισε να αντικαταστήσει τους παλιούς εγκάρδιους ύπνους με νέους.
Ο όρος «longitudinal sleeper» δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται περισσότερο με εξειδικευμένα συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες φράσεις που δείχνουν τη χρήση του σε τεχνικά ή βιομηχανικά περιβάλλοντα:
The project's success hinged on the use of high-quality longitudinal sleepers.
Η επιτυχία του έργου εξαρτήθηκε από τη χρήση υψηλής ποιότητας εγκάρδιων ύπνων.
In civil engineering, longitudinal sleepers play a pivotal role in load distribution.
Στη πολιτική μηχανική, οι διαμήκεις κάτοικοι διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην κατανομή φορτίων.
The maintenance of longitudinal sleepers is crucial for railway safety.
Η συντήρηση των εγκάρδιων ύπνων είναι κρίσιμη για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.
Longitudinal sleepers can significantly enhance the durability of the structure.
Οι διαμήκεις κάτοικοι μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά την ανθεκτικότητα της κατασκευής.
Failure to inspect longitudinal sleepers may lead to structural issues.
Η αποτυχία να επιθεωρηθούν οι εγκάρδιοι ύπνοι μπορεί να οδηγήσει σε δομικά προβλήματα.
Ο όρος «longitudinal» προέρχεται από τη λατινική λέξη "longitudo" που σημαίνει "μήκος", ενώ το "sleeper" προέρχεται από το αγγλικό "sleep" που σημαίνει "ύπνος", χρησιμοποιούμενος εδώ σε μεταφορική σημασία για στοιχεία που «ξεκουράζονται» ή στηρίζουν άλλα στοιχεία.
Συνώνυμα: - Support beam - Rail sleeper - Bearer
Αντώνυμα: - Transverse sleeper (διαμήκης ύπνος) - Unsupported (χωρίς στήριξη)