longleaf: Επίθετο / Όρος (συχνά χρησιμοποιούμενος για να περιγράψει έναν τύπο πεύκου)
/ˈlɔːŋ.liːf/
Το longleaf αναφέρεται κυρίως στον τύπο πεύκου που ονομάζεται "longleaf pine" (Pinus palustris). Αυτά τα δέντρα είναι γνωστά για τα μακριά, λεπτά φύλλα τους και είναι χαρακτηριστικά των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών. Σε γλωσσικό πλαίσιο, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται σε συζητήσεις σχετικά με τη βιοποικιλότητα, τη δασοκομία και τις οικολογικές συνθήκες. Εμφανίζεται συχνά σε επιστημονικά και οικολογικά κείμενα.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τη φύση και την επιστήμη. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν περιγράφουμε οικοσυστήματα ή δασικές περιοχές όπου υπάρχει αυτό το είδος.
Το μακρύφυλλο πεύκο είναι ένα σημαντικό είδος στα νοτιοανατολικά Ηνωμένα Πολιτείες.
Many wildlife species depend on longleaf pine ecosystems for their survival.
Πολλά είδη άγριας ζωής εξαρτώνται από τα οικοσυστήματα του μακρύφυλλου πεύκου για την επιβίωσή τους.
Restoration efforts are underway to revive the longleaf pine forests.
Η λέξη longleaf δεν είναι απαραίτητα μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα οικολογικά ή δασοκομικά συμφραζόμενα.
Η αποκατάσταση του μακρύφυλλου πεύκου είναι κρίσιμη για τη διατήρηση της ποικιλότητας των οικοτόπων.
Longleaf pine forests are considered one of the world’s most endangered ecosystems.
Τα δάση με μακρύφυλλο πεύκο θεωρούνται ένα από τα πιο απειλούμενα οικοσυστήματα στον κόσμο.
Educating the public about longleaf pines can help promote conservation efforts.
Η λέξη "longleaf" προέρχεται από τη σύνθεση της αγγλικής λέξης "long" (μακρύς) και "leaf" (φύλλο), αναφερόμενη στην επιμήκη μορφή των φύλλων του συγκεκριμένου είδους πεύκου.