Looking-glass είναι ουσιαστικό.
/ˈlʊkɪŋ ɡlɑːs/
Η λέξη looking-glass αναφέρεται κυρίως σε έναν καθρέφτη, περισσότερο σε ένα ρομαντικό ή φανταστικό πλαίσιο. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε συζητήσεις που σχετίζονται με τη λογοτεχνία, την τέχνη ή τη φιλοσοφία, και όχι τόσο στην καθημερινότητα. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται περισσότερα σε γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Αυτή κοίταξε στον καθρέφτη και θαύμασε την αντανάκλασή της.
The children were fascinated by the stories of the looking-glass world.
Τα παιδιά ήταν γοητευμένα από τις ιστορίες του κόσμου του καθρέφτη.
In the novel, the looking-glass serves as a portal to another dimension.
Η λέξη looking-glass δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με φράσεις που σχετίζονται με τη φαντασία ή την αντίκρυσή μας στον κόσμο. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Μέσα από τον καθρέφτη, όλα φαίνονται ανάποδα.
Life sometimes feels like a looking-glass where reality and fantasy intertwine.
Η ζωή μερικές φορές φαίνεται σαν ένας καθρέφτης όπου η πραγματικότητα και η φαντασία αλληλοεμπλέκονται.
The looking-glass effect in art can create intriguing perspectives.
Η λέξη looking-glass προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "looking" (βλέποντας) και "glass" (γυαλί), υπονοώντας έναν καθρέφτη που επιτρέπει στον θεατή να δει την αντανάκλασή του. Η χρήση της στην αγγλική γλώσσα χρονολογείται τουλάχιστον από τον 16ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Mirror (καθρέφτης) - Glass (γυαλί)
Αντώνυμα: - Window (παράθυρο) - σε μια μεταφορική ή περιγραφική χρήση, καθώς το παράθυρο δεν αντανακλά.
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης looking-glass και των πολλών τρόπων με τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί.