Η λέξη "loopy" είναι επίθετο.
/ˈluːpi/
Η λέξη "loopy" χρησιμοποιείται στην Αγγλική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που είναι τρελός, αναρχικός ή έχει παράξενες συμπεριφορές ή σκέψεις, συχνά με έναν παιχνιδιάρικο ή ανώδυνο τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά στον καθημερινό προφορικό λόγο και λιγότερο στο γραπτό πλαίσιο. Οι χρήσεις της είναι σχετικά συχνές, κυρίως σε ενόψει περιπτώσεων.
Ένιωθε λίγο τρελή μετά από όλη τη νύχτα που έμεινε ξύπνια.
That movie was so loopy that I couldn't stop laughing.
Η λέξη "loopy" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Αισθάνεται τρελή σαν παλαβή όταν είναι ενθουσιασμένη.
Get loopy
Μετά από μερικά ποτά, τείνω να γίνομαι λίγο τρελός.
Go loopy
Έγινε τρελός από το άγχος της δουλειάς.
Loopy for something
Η λέξη "loopy" προέρχεται από την λέξη "loop", η οποία αναφέρεται σε έναν κλειστό κύκλο ή βρόχο, με τη χρήση της κατάληξης "-y" για να φέρει μια παιχνίδια φωτεινότητα ή παράξενη αίσθηση στην έννοια.
Συνώνυμα: - crazy - wacky - silly
Αντώνυμα: - sane - rational - serious