Το "loose leaf" είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιείται συχνά ως σύνθετη φράση.
/mus liːf/
Ο όρος "loose leaf" αναφέρεται συνήθως σε φύλλα χαρτιού που δεν είναι δεμένα ή συνδεδεμένα με κάποιον τρόπο, όπως αυτό που χρησιμοποιείται σε σημειώσεις ή ημερολόγια. Αυτά τα φύλλα μπορεί να οργανωθούν ή να διαχειριστούν σύμφωνα με την προτίμηση του χρήστη.
Η φράση "loose leaf" χρησιμοποιείται συχνά σε εκπαιδευτικά και επιχειρηματικά περιβάλλοντα, κυρίως σε γραπτό λόγο. Συχνά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν χαρτιά “loose leaf” για να παίρνουν σημειώσεις, να δημιουργούν εκθέσεις ή να οργανώνουν έργα.
Αναγνωρίζεται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο και εκπαιδευτικά έγγραφα αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Προτιμώ να χρησιμοποιώ χαλαρό φύλλο χαρτιού για τις σημειώσεις μου.
The teacher asked us to hand in our assignments on loose leaf.
Ο δάσκαλος μας ζήτησε να παραδώσουμε τις εργασίες μας σε χαλαρό φύλλο.
She organized her recipes in a loose leaf binder.
Παρόλο που η φράση “loose leaf” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να παρουσιαστεί σε κάποιες καταστάσεις ή φράσεις που αναφέρονται στη διάρθρωση και οργάνωση.
Μην πιαστείς με χαλαρά φύλλα στις σημειώσεις σου!
Toss out the loose leaves before the final presentation.
Πετάξτε τα χαλαρά φύλλα πριν την τελική παρουσίαση.
Keep your thoughts organized, avoid loose leaf chaos.
Η φράση "loose leaf" προέρχεται από το μεσαιωνικό λεξιλόγιο, όπου "loose" σημαίνει χαλαρός ή ελεύθερος και "leaf" αναφέρεται σε φύλλο. Χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στον 19ο αιώνα, σχετιζόμενο με τη διαδικασία εκτύπωσης και τυπογραφίας.
Συνώνυμα: - Detached leaves (αποσπώμενα φύλλα) - Individual sheets (ατομικά φύλλα)
Αντώνυμα: - Bound (δεμένο) - Fixed (σταθερό)