Η φράση "loose morals" λειτουργεί ως σύνθετο ουσιαστικό (noun phrase).
/k-luːs ˈmɔːrəlz/
Η φράση "loose morals" αναφέρεται σε ανθρώπους ή συμπεριφορές που δεν τηρούν αυστηρές ηθικές αξίες ή κανόνες. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που είναι διατεθειμένα να παραβιάσουν κοινωνικά ή ηθικά πρότυπα, ιδιαίτερα σε θέματα που σχετίζονται με τον έρωτα και την σεξουαλικότητα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
Some people criticize her for having loose morals.
(Ορισμένοι άνθρωποι την επικρίνουν για τις χαλαρές ηθικές της.)
His loose morals made it hard for him to maintain meaningful relationships.
(Οι χαλαρές ηθικές του του δυσκόλεψαν να διατηρήσει σημαντικές σχέσεις.)
Η φράση "loose morals" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με ηθικές αξίες:
"Her loose morals caught up with her."
(Οι χαλαρές ηθικές της την πρόδωσαν.)
"He was often judged for his loose morals."
(Συχνά κρίνονταν για τις χαλαρές ηθικές του.)
"In a city known for its loose morals, she stood out with her traditional values."
(Σε μια πόλη γνωστή για τις χαλαρές ηθικές της, ξεχώριζε με τις παραδοσιακές της αξίες.)
"The movie explores the consequences of loose morals in society."
(Η ταινία εξερευνά τις συνέπειες των χαλαρών ηθικών αξιών στην κοινωνία.)
"He lamented the loose morals that seemed to be prevalent among his peers."
(Θύμισε τις χαλαρές ηθικές που φ seemed να είναι διάχυτες μεταξύ των συνομηλίκων του.)
Η φράση προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "loose" σημαίνει "χαλαρός, ελεύθερος" και "morals" προέρχεται από το λατινικό "moralas" που σημαίνει ηθική ή κανόνες ηθικής συμπεριφοράς.
Συνώνυμα: - relaxed values - permissive morals - unethical behavior
Αντώνυμα: - strict morals - ethical standards - principled behavior