Loose talk: φράση (Idiomatic expression)
/luːs tɔːk/
Η φράση "loose talk" αναφέρεται σε συζητήσεις ή δηλώσεις που είναι αβέβαιες, αδιάφορες ή ανακριβείς. Αυτός ο τύπος λόγου μπορεί να συμβάλει σε παρεξηγήσεις ή να διαδώσει ψευδείς πληροφορίες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι μιλούν χωρίς σκέψη ή βάσει εικασιών και μπορεί να θεωρηθεί ανεύθυνος ή επικίνδυνος.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
He often engages in loose talk about his plans.
Αυτός συχνά συμμετέχει σε χαλαρούς λόγους σχετικά με τα σχέδιά του.
Loose talk can lead to misunderstandings among coworkers.
Το κουτσομπολιό μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις μεταξύ των συναδέλφων.
She was warned to avoid loose talk at the meeting.
Της δόθηκε προειδοποίηση να αποφύγει τους αδιάφορους λόγους στη συνάντηση.
Η φράση "loose talk" μπορεί να ενταχθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Let's keep our loose talk to a minimum during the presentation."
"Ας κρατήσουμε τους χαλαρούς λόγους στο ελάχιστο κατά τη διάρκεια της παρουσίασης."
"He got into trouble because of his loose talk."
"Εκείνος μπλέχτηκε σε μπελάδες λόγω του κουτσομπολιού του."
"Loose talk can jeopardize our project."
"Οι αδιάφορες συζητήσεις μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο το έργο μας."
"Avoid loose talk if you want to maintain a good reputation."
"Απόφυγε τους χαλαρούς λόγους αν θέλεις να διατηρήσεις καλή φήμη."
"In sensitive matters, loose talk can be dangerous."
"Σε ευαίσθητα θέματα, οι αδιάφορες συζητήσεις μπορεί να είναι επικίνδυνες."
Η φράση "loose talk" προέρχεται από τον συνδυασμό της λέξης "loose", που σημαίνει "χαλαρός" ή "ανακριβής", και της λέξης "talk", που σημαίνει "λόγος" ή "συζήτηση". Ο συνδυασμός αυτός υποδηλώνει έναν μη δομημένο ή ανεύθυνο χαρακτήρα της συζήτησης.
Συνώνυμα: - casual talk - idle chatter - gossip
Αντώνυμα: - serious discussion - thoughtful conversation - prudent speech