Το "loosen" είναι ρήμα και το "wedge" είναι ουσιαστικό.
loosen: /ˈluːsən/
wedge: /wɛdʒ/
Loosen a wedge σημαίνει να απελευθερώσετε ή να χαλαρώσετε μια σφήνα, η οποία μπορεί να χρησιμοποιείται σε πολλές καταστάσεις, όπως η κατασκευή, η ξυλουργική ή η μηχανολογία, όπου μια σφήνα μπορεί να χρησιμοποιείται για να κρατήσει ή να δέσει μέρη. Η φράση δεν είναι πολύ συχνή, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε τεχνικά ή μηχανικά συμφραζόμενα.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με διαδικασίες και τεχνικούς όρους.
I need to loosen a wedge in the wooden frame to make it fit better.
Χρειάζομαι να χαλαρώσω μια σφήνα στο ξύλινο πλαίσιο για να ταιριάζει καλύτερα.
Before we can remove the part, we have to loosen a wedge that is holding it in place.
Πριν μπορέσουμε να αφαιρέσουμε το μέρος, πρέπει να χαλαρώσουμε μια σφήνα που το κρατά στη θέση του.
Η φράση "loosen a wedge" δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, αλλά οι σφήνες χρησιμοποιούνται σε αρκετές κοινές φράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν την ιδέα του να ανοίξετε, να απελευθερώσετε ή να διευκολύνετε κάτι.
He managed to wedge his way through the crowd, making it easier for us to loosen his burden.
Κατάφερε να σφηνώσει μέσα στο πλήθος, διευκολύνοντας μας να απελευθερώσουμε το βάρος του.
If you don't loosen the wedge, the door will remain stuck.
Αν δεν χαλαρώσεις τη σφήνα, η πόρτα θα παραμείνει κολλημένη.
Το "loosen" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "lesen", που σημαίνει «μεγαλώνω ή ελευθερώνω», ενώ το "wedge" προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "wægc", που σημαίνει «σφήνα».
Συνώνυμα του "loosen": relax, release, untie
Αντώνυμα του "loosen": tighten, secure, bind
Συνώνυμα του "wedge": seam, shim, block
Αντώνυμα του "wedge": gap, opening