Υποκείμενο: ουσιαστικό
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /ˈloʊfəˌfɔr/
Η λέξη "lophophore" αναφέρεται σε μια ειδική δομή που προεξέχει από τον οργανισμό, την οποία χρησιμοποιούν ορισμένα θαλάσσια ζώα, όπως οι βραχίονες θαλάσσιων οργανισμών για φίλτρο τροφών. Το "lophophore" είναι συνήθως τυπικά παρόν σε βραχίονες των εμβρυακών σταδίου και σε ενήλικα ζωικά είδη, και βοηθά στην τροφή και την αναπνοή τους.
Η λέξη "lophophore" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και βιολογικά συμφραζόμενα, γεγονός που οδηγεί σε χαμηλότερη συχνότητα χρήσης στην καθημερινή ομιλία, καθώς σχετίζεται με ειδικά θέματα στον τομέα της βιολογίας.
Ο λοφοφόρος του βρυοζώου είναι κρίσιμος για τη διαδικασία διατροφής του.
Scientists study the structure of the lophophore to understand its evolution.
Οι επιστήμονες μελετούν τη δομή του λοφοφόρου για να κατανοήσουν την εξέλιξή του.
The lophophore functions as a filter-feeding mechanism in aquatic environments.
Η λέξη "lophophore" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η κατανόησή της είναι σημαντική σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
Κάποιες παραδείγματα που σχετίζονται με τη βιολογία μπορεί να περιλαμβάνουν: 1. Understanding the function of the lophophore is essential in marine biology. - Η κατανόηση της λειτουργίας του λοφοφόρου είναι απαραίτητη στη θαλάσσια βιολογία.
Η σύγκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων λοφοφόρων μπορεί να αποκαλύψει εξελικτικές σχέσεις.
A well-developed lophophore indicates a successful filtering strategy in aquatic animals.
Η λέξη "lophophore" προέρχεται από τα Ελληνικά, με το "lophos" που σημαίνει "λούρα" και το "phore" που σημαίνει "φορέας" ή "μεταφορέας".
Συνώνυμα: - Filtrophore
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντίθετες λέξεις, καθώς η "lophophore" αναφέρεται σε συγκεκριμένη δομή που αφορά τον ενδιαφέρον οργανισμών.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια συμπληρωματική εικόνα της λέξης "lophophore" στο Αγγλικά.