Ο όρος "lords spiritual" είναι ουσιαστικό και αναφέρεται στους πνευματικούς άρχοντες ή τη θρησκευτική ηγεσία σε συγκεκριμένα πλαίσια.
/ˈlɔːrdz ˈspɪrɪtʃuəl/
Ο όρος "lords spiritual" χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο των θρησκευτικών θεσμών, όπως η Αγγλικανική Εκκλησία, για να περιγράψει τους ιερείς και τους επισκόπους που έχουν εξουσία και επιρροή στις θρησκευτικές και πολιτικές αποφάσεις.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά συμφραζόμενα, σε νομικά ή θεολογικά κείμενα. Δεν είναι συχνά στη καθημερινή ομιλία.
Οι πνευματικοί άρχοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη Βουλή των Λόρδων.
In times of crisis, the lords spiritual are often called upon for guidance.
Σε περιόδους κρίσης, οι πνευματικοί άρχοντες συχνά καλούνται για καθοδήγηση.
The decisions made by the lords spiritual can affect the entire community.
Ο όρος "lords spiritual" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά συνήθως αναφέρεται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορεί να αναφέρονται σε ευρύτερες θρησκευτικές έννοιες στο πλαίσιο της Αγγλικανικής παράδοσης.
Ο όρος "lord" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "hlāford", που σημαίνει "κύριος", και το "spiritual" προέρχεται από το λατινικό "spiritualis", που σημαίνει "πνευματικός".
Συνώνυμα:
- Religious leaders
- Spiritual leaders
Αντώνυμα:
- Lords temporal (κοσμικοί άρχοντες)
- Secular leaders (κοσμικοί ηγέτες)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα του όρου "lords spiritual".