Ουσιαστικό
/lɔrdʃɪp/
Η λέξη "lordship" αναφέρεται στην εκ του νόμου ή κοινωνικά αναγνωρισμένη θέση κάποιου ως άρχοντα, καθώς και στη δύναμη ή την εξουσία που προέρχεται από αυτή τη θέση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και επίσημα συμφραζόμενα.
Η χρήση του "lordship" είναι αρκετά περιορισμένη στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, και συναντάται περισσότερο σε γραπτά κείμενα ή ιστορικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η κυριότητα του κάστρου μεταδόθηκε μέσα από γενιές.
He took his role as a lordship very seriously.
Έπαιρνε πολύ σοβαρά τον ρόλο του ως άρχοντας.
The lordship granted him certain privileges in the community.
Η λέξη "lordship" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε πιο επίσημα ή ιστορικά συμφραζόμενα. Ορισμένες εκφράσεις περιλαμβάνουν:
«Η ιδιότητα σας, άρχοντα, αναμένεται να παραστεί στη συνάντηση.»
"He challenges the authority of your lordship."
«Αμφισβητεί την εξουσία της ιδιότητάς σας, άρχοντα.»
"In my lordship's domain, we value justice above all."
«Στη δικαιοδοσία του άρχοντά μου, εκτιμούμε τη δικαιοσύνη πάνω από όλα.»
"The decisions made by your lordship are final."
Η λέξη "lordship" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "lord," η οποία προέρχεται από την παλαιά αγγλική "hlāford," που σημαίνει "κύριος," και το επίθημα "-ship," που δηλώνει κατάσταση ή ιδιότητα.
Συνώνυμα: - Noble rank - High status - Authority
Αντώνυμα: - Servitude - Subservience - Commonality