lordship over territory - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

lordship over territory (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "lordship over territory" λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈlɔːrdʃɪp ˈoʊvər ˈtɛrɪtəri/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η έκφραση "lordship over territory" αναφέρεται στην εξουσία ή την κυριαρχία ενός προσώπου ή μιας ομάδας σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή έδαφος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιστορικά και πολιτικά πλαίσια για να περιγράψει την εξουσία των λόρδων ή των ευγενών σε συγκεκριμένες περιοχές ή βασίλεια. Η χρήση αυτής της φράσης είναι σχετικά σπάνια στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα σχετικά με την ιστορία, τη δικαιοσύνη ή τη πολιτική.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The lordship over territory granted the noble significant power and influence in the region.
  2. Η κυριαρχία σε έδαφος που παραχωρήθηκε στον ευγενή του έδινε σημαντική δύναμη και επιρροή στην περιοχή.

  3. With lordship over territory comes the responsibility of governance and protection for the inhabitants.

  4. Με την κυριαρχία σε έδαφος έρχεται η ευθύνη της διακυβέρνησης και της προστασίας των κατοίκων.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η έκφραση "lordship" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρούμε εκφράσεις που σχετίζονται με την εξουσία ή τον έλεγχο:

  1. To exercise lordship over - To exert authority or control over something.
  2. The king attempted to exercise lordship over his vassals, demanding their loyalty.
  3. Ο βασιλιάς προσπάθησε να ασκήσει κυριαρχία στους υποτελείς του, απαιτώντας την πίστη τους.

  4. Lordship and loyalty - Referring to the bond between a ruler and their subjects.

  5. The bond of lordship and loyalty was crucial during the feudal period.
  6. Ο δεσμός της κυριαρχίας και της πίστης ήταν κρίσιμος κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας.

  7. Feudal lordship - The system of feudalism where a lord controls land and vassals.

  8. Feudal lordship dictated the social hierarchies of the time.
  9. Η φεουδαρχική κυριαρχία υπαγόρευε τις κοινωνικές ιεραρχίες της εποχής.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "lordship" προέρχεται από την αγγλική λέξη "lord," η οποία έχει τις ρίζες της σε παλαιά αγγλικά "hlāford," που σημαίνει "κυρίαρχος" ή "αρχηγός". Η λέξη "territory" προέρχεται από το λατινικό "territorium," που σημαίνει "έδαφος".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - κυριαρχία - εξουσία - δικαιωματική κατοχή

Αντώνυμα: - υποταγή - αδυναμία - έλλειψη εξουσίας



25-07-2024