Ο όρος "lordship over territory" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈlɔːrdʃɪp ˈoʊvər ˈtɛrɪtəri/
Η έκφραση "lordship over territory" αναφέρεται στην εξουσία ή την κυριαρχία ενός προσώπου ή μιας ομάδας σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή έδαφος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιστορικά και πολιτικά πλαίσια για να περιγράψει την εξουσία των λόρδων ή των ευγενών σε συγκεκριμένες περιοχές ή βασίλεια. Η χρήση αυτής της φράσης είναι σχετικά σπάνια στον καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα σχετικά με την ιστορία, τη δικαιοσύνη ή τη πολιτική.
Η κυριαρχία σε έδαφος που παραχωρήθηκε στον ευγενή του έδινε σημαντική δύναμη και επιρροή στην περιοχή.
With lordship over territory comes the responsibility of governance and protection for the inhabitants.
Η έκφραση "lordship" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρούμε εκφράσεις που σχετίζονται με την εξουσία ή τον έλεγχο:
Ο βασιλιάς προσπάθησε να ασκήσει κυριαρχία στους υποτελείς του, απαιτώντας την πίστη τους.
Lordship and loyalty - Referring to the bond between a ruler and their subjects.
Ο δεσμός της κυριαρχίας και της πίστης ήταν κρίσιμος κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας.
Feudal lordship - The system of feudalism where a lord controls land and vassals.
Η λέξη "lordship" προέρχεται από την αγγλική λέξη "lord," η οποία έχει τις ρίζες της σε παλαιά αγγλικά "hlāford," που σημαίνει "κυρίαρχος" ή "αρχηγός". Η λέξη "territory" προέρχεται από το λατινικό "territorium," που σημαίνει "έδαφος".
Συνώνυμα: - κυριαρχία - εξουσία - δικαιωματική κατοχή
Αντώνυμα: - υποταγή - αδυναμία - έλλειψη εξουσίας