loudmouthed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

loudmouthed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο (Adjective)

Φωνητική μεταγραφή

/loudˌmaʊθd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "loudmouthed" αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει με δυνατή φωνή και συχνά χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες ή το περιεχόμενο των λεχθέντων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι πολύ φωνακλάς ή μιλάει υπερβολικά για τον εαυτό του. Η λέξη έχει μια αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. He is such a loudmouthed person at parties.
  2. Είναι τόσο γλωσσόφαγος άνθρωπος στις παρτίδες.

  3. I can't stand loudmouthed people who talk over others.

  4. Δεν μπορώ να αντέξω τους φωνακλάδες που μιλάνε πάνω από τους άλλους.

  5. She got a reputation for being loudmouthed at work.

  6. Απέκτησε φήμη ότι είναι γλωσσόφαγος στη δουλειά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "loudmouthed" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετιστεί με αρκετές κοινές φράσεις:

  1. "A loudmouthed critic"
  2. Ένας φωνακλάς κριτικός.
  3. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν κριτικό που εκφράζει τις απόψεις του με φωνητικότητα και χωρίς περιορισμούς.

  4. "Don't be a loudmouthed braggart."

  5. Μην είσαι γλωσσόφαγος καυχησιάρης.
  6. Οδηγία για να προειδοποιήσει κάποιον να μην μιλάει υπερβολικά για τις επιτυχίες του.

  7. "She has a loudmouthed attitude."

  8. Έχει μια γλωσσόφαγη στάση.
  9. Περιγράφει κάποιον που εκφράζει τη γνώμη του με θόρυβο και αυτοπεποίθηση.

  10. "Loudmouthed comments often lead to trouble."

  11. Οι γλωσσόφαγες παρατηρήσεις συχνά οδηγούν σε προβλήματα.
  12. Υποδηλώνει ότι οι σφοδρές, απερίσκεπτες δηλώσεις μπορεί να προκαλέσουν αντιπαραθέσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, συνδυάζοντας το επίθετο "loud" (δυνατός) με το ουσιαστικό "mouth" (στόμα), υποδηλώνοντας την έντονη και θορυβώδη φύση της ομιλίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - φωνακλάς - γλωσσόφαγος - παραληρηματικός

Αντώνυμα: - σιωπηλός - διακριτικός - ήσυχος



25-07-2024