Επίθετο (Adjective)
/loudˌmaʊθd/
Η λέξη "loudmouthed" αναφέρεται σε κάποιον που μιλάει με δυνατή φωνή και συχνά χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες ή το περιεχόμενο των λεχθέντων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάποιος είναι πολύ φωνακλάς ή μιλάει υπερβολικά για τον εαυτό του. Η λέξη έχει μια αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο.
Είναι τόσο γλωσσόφαγος άνθρωπος στις παρτίδες.
I can't stand loudmouthed people who talk over others.
Δεν μπορώ να αντέξω τους φωνακλάδες που μιλάνε πάνω από τους άλλους.
She got a reputation for being loudmouthed at work.
Η λέξη "loudmouthed" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετιστεί με αρκετές κοινές φράσεις:
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν κριτικό που εκφράζει τις απόψεις του με φωνητικότητα και χωρίς περιορισμούς.
"Don't be a loudmouthed braggart."
Οδηγία για να προειδοποιήσει κάποιον να μην μιλάει υπερβολικά για τις επιτυχίες του.
"She has a loudmouthed attitude."
Περιγράφει κάποιον που εκφράζει τη γνώμη του με θόρυβο και αυτοπεποίθηση.
"Loudmouthed comments often lead to trouble."
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, συνδυάζοντας το επίθετο "loud" (δυνατός) με το ουσιαστικό "mouth" (στόμα), υποδηλώνοντας την έντονη και θορυβώδη φύση της ομιλίας.
Συνώνυμα: - φωνακλάς - γλωσσόφαγος - παραληρηματικός
Αντώνυμα: - σιωπηλός - διακριτικός - ήσυχος