Noun (ουσιαστικό)
/ˈlʌv fiːst/
Ο όρος "love feast" αναφέρεται κυρίως σε μια κοινή γιορτή, όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να μοιραστούν φαγητό και αγάπη, συνήθως σε θρησκευτικά ή κοινωνικά πλαίσια. Αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιο ευρέως, παραδοσιακά συνδέεται με τις Χριστιανικές εορτές.
Η φράση "love feast" δεν είναι πολύ συχνή στην καθημερινή ομιλία και μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο σε έντυπο ή θεωρητικό πλαίσιο σε σχέση με θρησκευτικές ή κοινωνικές παραδόσεις.
Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο και αρκετά σε γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε θρησκευτικούς ή ιστορικούς αναλυτές.
Η εκκλησία διοργάνωσε μια γιορτή της αγάπης για να προωθήσει το πνεύμα της κοινότητας.
At the love feast, everyone was encouraged to share their blessings with others.
Κατά τη διάρκεια της γιορτής της αγάπης, όλοι ενθαρρύνθηκαν να μοιραστούν τις ευλογίες τους με τους άλλους.
The tradition of the love feast has been passed down through generations.
Ο όρος "love feast" δεν αποτελεί κοινό κομμάτι ιδιωματικών εκφράσεων στην Αγγλική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλα φράσεις σε ρητορικό πλαίσιο.
"Η συγκέντρωση μετατράπηκε σε μια αληθινή γιορτή της αγάπης, γεμάτη χαρά και γέλια."
"They treated the community meeting like a love feast, bringing dishes from their homes."
"Αντιμετώπισαν τη συγκέντρωση της κοινότητας σαν γιορτή της αγάπης, φέρνοντας πιάτα από τα σπίτια τους."
"During the love feast, stories of kindness and generosity were shared."
Η φράση "love feast" έχει τις ρίζες της στο μεσαίωνα και χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τις κοινές εορτές που διοργανώνονταν από θρησκευτικές κοινότητες. Συνδυάζει την έννοια της «αγάπης» με αυτή του «γευματισμού», που υποδηλώνει μια ατμόσφαιρα αλληλεγγύης και κοινότητας.
Συνώνυμα: - communal meal (κοινό γεύμα) - potluck (φαγητό που φέρνει ο καθένας)
Αντώνυμα: - individual meal (ατομικό γεύμα) - isolation (απομόνωση)