lovestruck - Επίθετο.
/lʌvstrʌk/
Η λέξη lovestruck χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον έντονο και συχνά αιφνίδιο ενθουσιασμό ή την συναισθηματική κατάσταση κάποιου που έχει ερωτευτεί. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάποιος έχει επηρεαστεί από τα συναισθήματα του έρωτα τόσο ώστε να παραμελεί τα πάντα γύρω του. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στην προφορική ομιλία από ότι στο γραπτό λόγο.
"He was lovestruck the moment he saw her at the party."
"Ήταν ερωτευμένος μόλις τη είδε στο πάρτι."
"She wrote a poem about feeling lovestruck."
"Έγραψε ένα ποίημα για το πώς αισθάνεται ερωτευμένη."
Η λέξη lovestruck χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τον έρωτα και τον ενθουσιασμό:
"Being lovestruck can make you do silly things."
"Το να είσαι ερωτευμένος μπορεί να σε κάνει να κάνεις ανόητα πράγματα."
"When you are lovestruck, everything seems more beautiful."
"Όταν είσαι ερωτευμένος, όλα φαίνονται πιο όμορφα."
"She felt lovestruck and couldn’t focus on anything else."
"Ένιωσε ερωτευμένη και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα άλλο."
"Even the simplest gestures feel grand when you’re lovestruck."
"Ακόμη και οι πιο απλές κινήσεις φαίνονται μεγαλόσχημες όταν είσαι ερωτευμένος."
"He was lovestruck and kept daydreaming about her."
"Ήταν ερωτευμένος και συνέχιζε να ονειρεύεται γι' αυτήν."
Η λέξη lovestruck είναι ένας συνδυασμός της λέξης "love" (αγάπη) και της λέξης "struck" (χτυπημένος), υποδηλώνοντας ότι κάποιος έχει "χτυπηθεί" ή επηρεαστεί βάναυσα από τα συναισθήματα της αγάπης.
Συνώνυμα: - smitten - infatuated
Αντώνυμα: - indifferent - dispassionate
Αυτή η ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "lovestruck" αποκαλύπτει τις πτυχές και τις χρήσεις της στη γλώσσα Αγγλικά καθώς και τη σχέση της με τον έρωτα και τα συναισθήματα.