low crowned - Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως επίθετο.
/loʊ kraʊnd/
Η φράση "low crowned" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την κατασκευή ή το σχήμα αλόγων ή παπουτσιών, συγκεκριμένα αναφέρεται στην εγκοπή του στέμματος ενός καπέλου, ή την μορφή ειδών, όπως είναι τα άλογα. Στη γλώσσα των αλόγων, ο όρος "low crowned" μπορεί να αναφέρεται σε ιπποτικά ή αναβάτες που έχουν μικρότερο ύψος κεφαλής. Στη γλώσσα των παπουτσιών, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του ύψους της κατασκευής τους.
Η φράση είναι περισσότερο χρησιμοποιούμενη σε γραπτές περιγραφές, όπως σε τεχνικά αρχεία ή σε κείμενα σχετικά με μόδα και αναβάτες.
Το χαμηλού στέμματος καπέλο ήταν τέλειο για την ηλιόλουστη μέρα.
The horse had a low crowned style, which made it appear more agile.
Η φράση "low crowned" δεν είναι πολύ συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα σχετιζόμενα με την περιγραφή ή τις τάσεις στη μόδα.
Ο σχεδιαστής επέλεξε μια σιλουέτα χαμηλού στέμματος στη τελευταία του συλλογή.
In horse riding competitions, low crowned horses are often favored for agility.
Στις ιπποδρομίες, τα άλογα χαμηλού στέμματος συχνά προτιμούνται για την ευκινησία τους.
She prefers low crowned shoes for their comfort.
Η φράση "low crowned" προέρχεται από το συνδυασμό της λέξης "low" που σημαίνει "χαμηλός" και "crowned" που προέρχεται από το ρήμα "crown" (στεφανώνω), υπονοώντας κάτι που έχει λιγότερο ύψος ή είναι μικρότερο στον σχεδιασμό του.
Συνώνυμα: - short crowned - flat crowned
Αντώνυμα: - high crowned - elevated crown