Ουσιαστικό φράση
/ləʊ sɔlt ˈsɪn-droʊm/
Το "low salt syndrome" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η ποσότητα νατρίου στο σώμα είναι χαμηλή, κάτι που μπορεί να προκαλέσει διάφορα προβλήματα υγείας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκύψει από διατροφικές συνήθειες, φάρμακα ή άλλες ιατρικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό και διατροφικό λεξιλόγιο. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε επίσημο και γραπτό πλαίσιο, κυρίως από επαγγελματίες υγειονομικής περίθαλψης.
Ο γιατρός τον διαπίστωσε με σύνδρομο χαμηλής αλατότητας μετά την ανασκόπηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων αίματος του.
Managing low salt syndrome requires careful dietary planning and monitoring.
Η διαχείριση του συνδρόμου χαμηλής αλατότητας απαιτεί προσεκτικό προγραμματισμό της διατροφής και παρακολούθηση.
Patients with low salt syndrome often experience fatigue and muscle cramps.
Το "low salt syndrome" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με ορισμένα ιατρικά και διατροφικά συμφραζόμενα. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν σχετικές προτάσεις που εστιάζουν στη σημασία του να τρώνε λιγότερο αλάτι.
Έπρεπε να αναμορφώσει τη διατροφή του για να αποφύγει επιπλοκές από το σύνδρομο χαμηλής αλατότητας.
Finding alternatives for seasoning is crucial for someone with low salt syndrome.
Η εύρεση εναλλακτικών για τα καρυκεύματα είναι κρίσιμη για κάποιον με σύνδρομο χαμηλής αλατότητας.
Educating patients about low salt syndrome can lead to better health outcomes.
Η φράση "low salt syndrome" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "low" σημαίνει χαμηλός, "salt" αναφέρεται στο αλάτι (νατρίου) και "syndrome" σημαίνει σύνολο συμπτωμάτων ή κατάστασης. Το σύνολο της φράσης χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη ιατρική κατάσταση που σχετίζεται με την έλλειψη νατρίου.
Συνώνυμα: - χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο - υπονατριαιμία (hyponatremia)
Αντώνυμα: - υψηλή περιεκτικότητα σε νατρίο - υπερνατριαιμία (hypernatremia)