Ο όρος "low-permeability reservoir" αναφέρεται σε γεωλογικές δομές που έχουν χαμηλό επίπεδο διαπερατότητας, δηλαδή την ικανότητα ενός υλικού να επιτρέπει σε υγρούς ή αερίους να διαρρέουν μέσα από αυτό. Αυτά τα μπιχεία είναι σημαντικά στην γεωλογία και τη μηχανική των πετρελαίων, καθώς επηρεάζουν τη συλλογή και την κίνηση των υδάτων ή των πετρελαίων. Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Οι μηχανικοί μελέτησαν τη δεξαμενή χαμηλής διαπερατότητας για να βελτιστοποιήσουν την εξαγωγή πετρελαίου.
Understanding the characteristics of a low-permeability reservoir is crucial for drilling projects.
Η κατανόηση των χαρακτηριστικών μιας δεξαμενής χαμηλής διαπερατότητας είναι κρίσιμη για τα έργα γεώτρησης.
Many challenges arise when attempting to produce water from a low-permeability reservoir.
Ο όρος "low-permeability reservoir" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σε τεχνικά ή γνωστικά περιβάλλοντα μπορεί να εμποτίζεται με κάποιες ιδιωματικές έννοιες:
"Η διάσπαση μιας δεξαμενής χαμηλής διαπερατότητας απαιτεί καινοτόμες τεχνικές."
"In the oil industry, understanding a low-permeability reservoir is like reading the signs of nature."
"Στην βιομηχανία πετρελαίου, η κατανόηση μιας δεξαμενής χαμηλής διαπερατότητας είναι σαν να διαβάζεις τα σημάδια της φύσης."
"Navigating the complexities of a low-permeability reservoir is not for the faint-hearted."
Ο όρος προέρχεται από τις λέξεις "low" (χαμηλός), "permeability" (διαπερατότητα), και "reservoir" (δεξαμενή). Η διαπερατότητα αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού να επιτρέπει τη ροή, με την ετυμολογία να πηγάζει από τη λατινική λέξη "permeare," που σημαίνει "διαπερνάω."
Low-flow reservoir (δεξαμενή χαμηλής ροής)
Αντώνυμα: