Το "low-torque potentiometer" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
/ləʊ ˈtɔːrk pəˌtɛnʃiˈoʊmɪtər/
"potentiometer" μεταφράζεται ως "ποτενσιόμετρο". Η φράση "low-torque potentiometer" μπορεί να μεταφραστεί ως "ποτενσιόμετρο χαμηλής ροπής".
Ένα potetiometer είναι ένα ηλεκτρονικό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την μέτρηση ή την προσαρμογή μιας ηλεκτρικής τάσης. Ο όρος "low-torque" αναφέρεται σε ένα ποτενσιόμετρο που απαιτεί λιγότερη δύναμη ή ροπή για να περιστραφεί και να ρυθμιστεί. Τα χαμηλής ροπής ποτενσιόμετρα είναι χρήσιμα σε εφαρμογές όπου η άνεση και η ευκολία στη χρήση είναι κρίσιμες, όπως σε ρυθμιστές ήχου ή άλλες ηλεκτρονικές συσκευές.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορική μορφή κατά τη διάρκεια συζητήσεων σχετικών με τη μηχανική ή την ηλεκτρονική. Η συχνότητα χρήσης είναι περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά εγχειρίδια.
Το ποτενσιόμετρο χαμηλής ροπής επιτρέπει ομαλές ρυθμίσεις σε ηχητικό εξοπλισμό.
Engineers prefer the low-torque potentiometer for sensitive applications.
Οι μηχανικοί προτιμούν το ποτενσιόμετρο χαμηλής ροπής για ευαίσθητες εφαρμογές.
A low-torque potentiometer can be easily adjusted with minimal effort.
Ενώ η φράση "low-torque potentiometer" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες σχετικές τεχνικές εκφράσεις που μπορεί να αναφέρονται σε αυτό:
"Η ρύθμιση με ένα ποτενσιόμετρο χαμηλής ροπής είναι παιχνιδάκι."
"A low-torque potentiometer makes the adjustment process seamless."
"Ένα ποτενσιόμετρο χαμηλής ροπής κάνει τη διαδικασία ρύθμισης απρόσκοπτη."
"When designing user-friendly interfaces, low-torque potentiometers are ideal."
Η λέξη "potentiometer" προέρχεται από τις λέξεις "potential" (δύναμη) και "meter" (μετρητής). Ο όρος "low-torque" σημαίνει χαμηλή ροπή και συνδέεται με τη μηχανική έννοια του torque (ροπή).