Φράση (noun phrase)
/loʊ vɪsˈkɒsɪti ɔɪl/
Το "low-viscosity oil" αναφέρεται σε λάδι που έχει χαμηλό ιξώδες, δηλαδή ρέει πιο εύκολα και είναι λιγότερο παχύρρευστο σε σύγκριση με άλλα έλαια. Αυτού του είδους το λάδι χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές, όπως η μηχανική και η διύλιση, καθώς και στα αυτοκίνητα και άλλες μηχανές για καλύτερη ροή και ψύξη.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση χρησιμοποιείται πιο συχνά σε τεχνικό και βιομηχανικό λεξιλόγιο και λιγότερο στην καθημερινή ομιλία.
"Η μηχανή λειτουργεί καλύτερα με λάδι χαμηλής ιξώδους."
"Low-viscosity oil reduces friction and improves efficiency."
"Το λάδι χαμηλής ιξώδους μειώνει την τριβή και βελτιώνει την αποδοτικότητα."
"In cold climates, using low-viscosity oil can help start the engine easily."
Το "low-viscosity oil" δεν έχει πολλές χρήσεις σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται συχνά με τεχνικούς και μηχανικούς όρους. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τον όρο:
"Η αλλαγή σε λάδι χαμηλής ιξώδους μπορεί να είναι καθοριστική για την απόδοση του οχήματός σας."
"When racing, many drivers prefer low-viscosity oil for better speed."
"Στους αγώνες, πολλοί οδηγοί προτιμούν το λάδι χαμηλής ιξώδους για καλύτερη ταχύτητα."
"Using low-viscosity oil is essential in hydraulic systems to ensure smooth operation."
Η λέξη "viscosity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "viscositas", που σημαίνει κολλώδης κατάσταση ή πυκνότητα. Στον μηχανισμό των υγρών, το ιξώδες αναφέρεται στην αντίσταση ενός υγρού να ρέει. Η λέξη "low" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "lawe", που σημαίνει χαμηλός ή μικρός.
Συνώνυμα: - Fluid (υγρό) - Thin oil (αραιό λάδι)
Αντώνυμα: - High-viscosity oil (λάδι υψηλής ιξώδους) - Thick oil (παχύ λάδι)