Η φράση "lower closed function" θεωρείται ως ένα ουσιαστικό.
/ˈloʊər kloʊzd ˈfʌŋkʃən/
"Lower closed function" είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στα μαθηματικά και τη θεωρία συνόλων, αναφερόμενος σε συνάρτηση που είναι κλειστή στο κάτω άκρο των τιμών της. Αυτό σημαίνει ότι αν μια συνάρτηση είναι "κατώτερα κλειστή", τότε περιλαμβάνει τις κατώτερες τιμές που μπορεί να πάρει. Χρησιμοποιείται κυρίως στα μαθηματικά και τη θεωρία του χώρου Hilbert ή στον τομέα της βελτιστοποίησης.
Η χρήση του είναι συχνή στα γραπτά μαθηματικά, κυρίως σε ακαδημαϊκά κείμενα ή εργασίες, κι όχι τόσο στον προφορικό λόγο.
Η κατώτερα κλειστή συνάρτηση βοηθάει στην αναγνώριση της ελάχιστης τιμής στο πρόβλημα βελτιστοποίησης.
In real analysis, a lower closed function is essential for defining certain measures.
Στην πραγματική ανάλυση, μια κατώτερα κλειστή συνάρτηση είναι απαραίτητη για τον καθορισμό ορισμένων μετρήσεων.
We studied lower closed functions to understand their properties better.
Αυτή η φράση δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά κείμενα και ακαδημαϊκές αναφορές. Παρακάτω είναι μερικές χρήσιμες προτάσεις που περιλαμβάνουν αυτή τη φράση.
Η έννοια της κατώτερα κλειστής συνάρτησης είναι θεμελιώδης για τη θεωρία μέτρησης.
A lower closed function must satisfy specific conditions to be considered valid.
Μια κατώτερα κλειστή συνάρτηση πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να θεωρείται έγκυρη.
Researchers often rely on lower closed functions to define limits in analysis.
Ο όρος "lower closed function" προέρχεται από τις αγγλικές λέξεις "lower" (κατώτερος), "closed" (κλειστός) και "function" (συνάρτηση). Αντικατοπτρίζει μαθηματικές έννοιες που αναπτύχθηκαν κυρίως στη διάρκεια της μαθηματικής ανάλυσης και της θεωρίας συνόλων.