Φράση (ως συνδυασμός λέξεων)
/ˈloʊər ˈɛʃəlɒn ˈsɜrvɪs/
Η φράση "lower-echelon service" αναφέρεται γενικά σε υπηρεσίες ή θέσεις που βρίσκονται σε κατώτερο επίπεδο σε μια ιεραρχία. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα εργασίας, ειδικά για να αναφερθούν σε θέσεις εργασίας ή υπηρεσίες με λιγότερες ευθύνες, μειωμένο κύρος ή χαμηλότερες αμοιβές.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε επιχειρηματικά και οικονομικά κείμενα.
Η εταιρεία αποφάσισε να μειώσει τα έξοδα αναθέτοντας σε εξωτερικές εταιρείες υπηρεσίες κατώτερης βαθμίδας.
Employees working in lower-echelon service often have limited opportunities for advancement.
Οι υπάλληλοι που εργάζονται σε υπηρεσίες κατώτερης βαθμίδας συχνά έχουν περιορισμένες ευκαιρίες προαγωγής.
The quality of lower-echelon service can greatly affect customer satisfaction.
Η φράση "lower-echelon" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμπλέκεται σε συζητήσεις που αφορούν την επαγγελματική ιεραρχία.
"Η εργασία σε μια θέση κατώτερης βαθμίδας μπορεί να είναι δύσκολη λόγω έλλειψης υποστήριξης."
"People in lower-echelon jobs often feel undervalued."
"Οι άνθρωποι σε θέσεις κατώτερης βαθμίδας συχνά αισθάνονται υποτιμημένοι."
"Navigating promotions from a lower-echelon service can be tricky."
Η λέξη "lower" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "lower", που σημαίνει τελείως προς τα κάτω. "Echelon" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "échelon", που σημαίνει επίπεδο ή βαθμίδα, και χρησιμοποιείται στις στρατιωτικές και διοικητικές ιεραρχίες. "Service" προέρχεται από τη Λατινική "servitium", που σημαίνει εργασία ή υπηρεσία.
Συνώνυμα: - Entrant position (θέση εισόδου) - Entry-level service (υπηρεσία κατώτερης βαθμίδας)
Αντώνυμα: - Upper-echelon service (υπηρεσία ανώτερης βαθμίδας) - Senior-level service (υπηρεσία ανώτερης κλάσης)